in 21ος αιώνας

ο πόλεμος μεταξύ Δύσης και Ρωσίας κατά τη μετάβαση από την εποχή της αφθονίας και της σπατάλης στην εποχή της ένδειας και της σπάνης

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Οι ενδείξεις που διαθέτουμε στις μέρες μας σχετικά με την μελλοντική παραγωγή της ενέργειας και της τροφής , που αποτελούν τον πυρήνα του κοινωνικού πλούτου, αναγκαίου για την αναπαραγωγή κοινωνιών, λιγότερο ή περισσότερο καπιταλιστικών, μας επιτρέπουν να  διακρίνουμε μια εποχή μετάβασης, η οποία έχει μεν αρχίσει, το τέλος της όμως δεν είναι προβλέψιμο, κατά συνέπεια δεν είναι προβλέψιμη ούτε και η αρχή της εποχής της ένδειας και της σπάνης. Δεν κυριολεκτούμε όταν λέμε “στις μέρες μας”: η έναρξη, η επιτάχυνση και το τέλος, η ολοκλήρωση, η εξάντληση  μιας διαδικασίας, μιας ιστορικής εποχής, δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί χρονολογικά με  ακρίβεια.  Ποιες είναι αυτές οι ενδείξεις; Η αβεβαιότητα σχετικά με την ενεργειακή μετάβαση και η αύξηση των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, η οποία παραμένει ακόμα σε χαμηλά επίπεδα, μιας και βρισκόμαστε στις αρχές της μεταβατικής εποχής –  αυτές είναι οι κομβικές ενδείξεις. Εάν η αβεβαιότητα σταθεροποιηθεί και μονιμοποιηθεί, κάτι που θα γίνει σαφές τις προσεχείς δύο δεκαετίες, βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας διαρκούς αύξησης της τιμής της παραγόμενης ενέργειας, οι συνέπειες της οποίας θα είναι κοσμογονικές. Ένα μεγάλο μέρος των ιδιωτικής χρήσης αυτοκινήτων θα ακινητοποιηθεί, με αποτέλεσμα τον δραστικό περιορισμό της παραγωγής αυτοκινήτων· θα μειωθεί η παραγωγή της τροφής και θα αυξηθεί η τιμή των τροφίμων, με αποτέλεσμα αφενός τον λιμό (τον θάνατο) και τον υποσιτισμό μεγάλου μέρους του παγκόσμιου πληθυσμού και αφετέρου τις κοινωνικές ταραχές, που δεν αποκλείεται να γίνουν ενδημικές και να μετεξελιχθούν σε παγκόσμιο εμφύλιο πόλεμο. Θα μπορούσαμε λοιπόν να υποστηρίξουμε ότι σε είκοσι με τριάντα χρόνια (2045-2055) η μεταβατική εποχή θα λήξει και θα αρχίσει η εποχή της ένδειας και της σπάνης.

ΘΑ μου πείτε, μα τις λες, Αθανάσιε! 2055! Ποιος ζει και ποιος πεθαίνει! Κι εγώ θα σας πω: Το 1987, το θυμάμαι σας τώρα, μιλούσαμε με φίλους και φίλες για το μέλλον και το 2000 μας φαινόταν τόσο μακρινό! Και αναρωτιόμασταν, πώς θα είναι άραγε ο κόσμος το 2020, το 2030; Αυτό κι αν μας φαινόταν μακρινό! Σήμερα είναι 24 Φεβρουαρίου του 2023, αυτό το μακρινό και απόκοσμο το ζούμε, είναι το παρόν μας. Πέρασαν 36 (τριάντα έξι) χρόνια. Ποιος ζει και ποιος πεθαίνει! Ναι, εμείς οι εξηντάρηδες θα πεθάνουμε, ο γιος όμως του φίλου του Π. θα είναι μόλις 22 (είκοσι δύο) χρονών το 2055, του Παύλου θα είναι 27, τα εγγόνια μου δεν θα έχουν περάσει τα τριάντα και τα παιδιά μου θα είναι σαραντάρηδες! Εάν δεν  το γνωρίζετε, θα το επαναλάβω γι’  άλλη μια φορά: δεν υπάρχει παρόν αλλά και να υπάρχει με αφήνει παντελώς αδιάφορο. Το παρόν είναι το μέλλον που γίνεται ακαριαία παρελθόν, ως εκ τούτου, το μέλλον με ενδιαφέρει, προς αυτό έχω στραμμένο το βλέμμα μου και τη σκέψη. Εσείς ασχοληθείτε με το παρόν, δεν με πειράζει. Ας προσθέσουμε στο 2023 το 36, θα έχουμε 2059: την ερώτηση που κάναμε το 1987 την ξανακάνουμε σήμερα: πώς θα είναι ο κόσμος το 2059; Η γνώμη μου: θα έχουμε εισέλθει για τα καλά στην εποχή της ένδειας και της σπάνης.

ΟΠΟΤΕ κι αν άρχισε η μικρής ή μεγάλης διάρκειας μετάβαση από την εποχή της αφθονίας και της σπατάλης στην εποχή της ένδειας και της σπάνης, ο πόλεμος στην Ουκρανία μεταξύ Δύσης και Ρωσίας άρχισε και διεξάγεται κατά τη διάρκεια αυτής της μετάβασης. Το ερώτημα που εγείρεται είναι εάν ο πόλεμος αυτός έχει κάποια σχέση με την κομβική εξέλιξη του 21ου αιώνα, με το τέλος της εποχής της αφθονίας και της σπατάλης, με τη μετάβαση και με την επερχόμενη εποχή της ένδειας και της σπάνης. Εάν έχει, τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε εάν την επιταχύνει. Εάν την επιταχύνει, θα πρέπει να αναθεωρήσουμε τα χρονικά όρια των αλλαγών –  οι κομβικές και κοσμογονικές εξελίξεις θα εκτυλιχθούν πολύ πιο νωρίς από ό,τι υποθέσαμε παραπάνω.

ΔΕΝ υπάρχει θεωρητικός της γεωπολιτικής, της γεωστρατηγικής, της διεθνούς πολιτικής και των διεθνών σχέσεων, δεν υπάρχει ιστορικός και πολιτικός, γεωγράφος και διπλωμάτης που να μην δέχεται ότι το μέλλον ανήκει σε αυτόν που θα έχει στην κατοχή του τη Σιβηρία και την κεντρική Ασία. Ούτε ένας! Και, φίλες και φίλοι, δεν χρειάζεται να είμαστε τίποτα από όλα αυτά για να καταλήξουμε στο ίδιο συμπέρασμα. Όταν όλος ο πλανήτης στερέψει από ορυκτά καύσιμα, καλλιεργήσιμη γη και πρώτες ύλες (0ρυκτά, ξυλεία, κ.α.), η περιοχή αυτή θα είναι η μόνη  που θα διαθέτει πολλούς, όχι ανεξάντλητους, φυσικούς πόρους, που είναι αναγκαίος όρος όχι μόνο για την παραγωγή του κομβικού υλικού κοινωνικού πλούτου αλλά και για την μετάβαση σε άλλον τρόπο παραγωγής αυτού του πλούτου που δεν θα (μπορει πια να) βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα. Η αχανής αυτή περιοχή, μεγαλύτερη σε έκταση από το άθροισμα των ΗΠΑ και όλης της Ευρώπης, ανήκει στη Ρωσία. Έχει ειπωθεί από κάποιον, δυτικό, δεν θυμάμαι το όνομά του, ότι η Ρωσία είναι αιχμάλωτη του μεγέθους της (του πλούτου της θα εννοούσε). Το ερώτημα που εγείρεται αυτή τη φορά είναι: εάν οδεύουμε ολοταχώς προς την εποχή της ένδειας και της σπάνης, πώς βλέπει η Δύση αυτή την περιοχή; (Δεν χρειάζεται να διευκρινίσω τι εννοώ με τον όρο Δύση). Πώς θα μπορούσε να είχε πρόσβαση στον φυσικό πλούτο αυτής της περιοχής;

ΔΥΟ, και μόνο δύο, είναι οι τρόποι: να τον αγοράζει ή να τον αρπάξει. Θα ήθελα να προσέξουμε τις εγκλίσεις και τους χρόνους των ρημάτων: να αγοράζει, εκφράζει επανάληψη και διάρκεια· να αρπάξει, εκφράζει το στιγμιαίο και το άπαξ γενόμενο. Ποιο από τα δύο προτιμά ο καπιταλιστής; Αυτό που εξασφαλίζει μεγαλύτερο κέρδος, αυτό που εξαλείφει την την εξάρτηση του ενδεούς από τον κάτοχο του πλούτου, αυτό που αποδυναμώνει τον κάτοχο του πλούτου. Η αγορά του φυσικού πλούτου, φίλες και φίλοι, έχει πολλά μειονεκτήματα –  αυξάνει τον πλούτο και την ισχύ του κατόχου, του πωλητή, διευρύνει και αυξάνει την εξάρτηση του αγοραστή, περιορίζει να κέρδη του αγοραστή. Γνωρίζουμε τις στενές σχέσεις και τις μεταφορφώσεις των πολεμιστών και των εμπόρων –  ο δυτικός έμπορος είναι μετεξέλιξη  του πολεμιστή. Το διαρκές μέλημα και η αγωνία, η ανησυχία της Δύσης για την ενεργειακή, περιορίζομαι σε αυτήν, εξάρτηση από τη Ρωσία  είναι γνωστή. Η εξάρτηση και η αγορά έπρεπε να σταματήσει –  ο πόλεμος ήταν η κατάλληλη ευκαιρία.

ΑΠΟΜΕΝΕΙ μόνο μία λύση: η αρπαγή του φυσικού πλούτου της Σιβηρίας και της κεντρικής Ασίας. Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτή; Δύο τρόποι υπάρχουν. Ο ένας είναι η επίθεση με πυρηνικά όπλα –  υπάρχει η δυνατότητα, υποστηρίζουν κάποιοι,  μιας τέτοιας επίθεσης χωρίς  να μπορέσει η Ρωσία να ανταποδώσει το χτύπημα.  Η λύση αυτή έχει αποκλειστεί κατηγορηματικά από τη πλευρά της Δύσης –  δεν είναι μόνο οι συνέπειες της ρίψης χιλιάδων πυρηνικών κεφαλών αλλά και η σύγκρουση με την Κίνα, η οποία προσβλέπει, και δεν είναι η μόνη,  προς την περιοχή της Σιβηρίας και της κεντρικής Ασίας και σφυρηλατεί τη στρατηγική συμμαχία της με τη Ρωσία. Ποιος είναι ο δεύτερος τρόπος;

ΕΙΝΑΙ ένας μακροχρόνιος πόλεμος φθοράς που θα έχει ως αποτέλεσμα την μακροπρόθεσμη στρατιωτική και οικονομική αποδυνάμωση και τελικά τη διάλυση, τον κατακερματισμό  της Ρωσίας σε ομοσπονδία αποδυναμωμένων κρατών. Στρατιωτική αποδυνάμωση σημαίνει τον ειρηνικό έλεγχο των πυρηνικών όπλων, σημαίνει τον πυρηνικό αφοπλισμό της Ρωσίας. Πυρηνικά όπλα της Ρωσίας: αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα της Δύσης, αυτό είναι το έσχατο χαρτί της Ρωσίας. Και δεν χάνει ευκαιρία να το δείχνει και να το τονίζει με έμφαση.

ΤΟ κύριο χαρακτηριστικό του πολέμου φθοράς είναι η μεγάλη του διάρκεια. Η διεξαγωγή ενός μακροχρόνιου πολέμου φθοράς απαιτεί την προετοιμασία του –  η επέκταση του ΝΑΤΟ στην ανατολική Ευρώπη διήρκεσε δύο δεκαετίες περίπου και θα ολοκληρωνόταν με την ένταξη και της Ουκρανίας. Πώς αντιμετωπίζεται όμως ο πόλεμος φθοράς, πώς μπορούμε να αποτρέψουμε τη στρατιωτική και την οικονομική αποδυνάμωση; Ένας μόνο τρόπος υπάρχει –  να σταματήσει ο πόλεμος όσο γίνεται πιο γρήγορα κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την συντριπτική νίκη, τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι οι στρατηγικές των αντιπάλων είναι αντίρροπες: η Δύση προσανατολίζεται προς έναν μακροχρόνιο πόλεμο φθοράς, η Ρωσία θέλει ο πόλεμος να τελειώσει όσο γίνεται συντομότερα, προσανατολίζεται προς έναν πόλεμο που θα άρει τις προϋποθέσεις διεξαγωγής του πολέμου φθοράς, που θα τον σταματήσει: και ο πόλεμος αυτός είναι πόλεμος καταστροφής της Ουκρανίας και εκκένωσής της,  εκδίωξης του πληθυσμού. Για να ακυρωθεί αυτή η στρατηγική της Ρωσίας, η Δύση είναι υποχρεωμένη να επουλώνει διαρκώς τις πληγές της ουκρανέζικης κοινωνίας ώστε να αποτρέπει τη φυγή του πληθυσμού. Ας μην ξεχνάμε ότι το όνειρο κάθε Ουκρανού και κάθε Ουκρανέζας είναι να εγκαταλείψει τη χώρα –  μόνο στη Γερμανία έχουν καταφύγει 1.200. 000. Με τη σειρά της η Ρωσία είναι υποχρεωμένη να εντείνει την καταστροφή και να ενισχύει την φυγή του πληθυσμού: δεκάδες μικρές και μεγάλες πόλεις έχουν καταστραφεί και ερημώσει, είναι αμετάκλητα μη κατοικήσιμες, πολύ περισσότερες θα είναι κατά τα δύο επόμενα χρόνια.

ΔΥΟ ενδεχόμενα έχουμε μπροστά μας: αυτό της παράτασης του πολέμου, της διεξαγωγής του μακροχρόνιου πολέμου φθοράς, που μπορεί να διαρκέσει πολλά χρόνια, όσο περισσότερο τόσο καλύτερα για τη Δύση,  και αυτό του τερματισμού του με την αύξηση της καταστροφής και της δίωξης του πληθυσμού από τη πλευρά της Ρωσίας. Η στρατηγική της Δύσης έχει τρία σοβαρά μειονεκτήματα, που ίσως κρίνουν την έκβαση του πολέμου. Μπορεί να κλιμακώσει τον πόλεμο με αποστολή όπλων (τανκς και πολεμικά αεροσκάφη) αλλά δεν μπορεί να τον κλιμακώσει με αποστολή νατοϊκών στρατευμάτων. Εάν η Δύση τολμήσει και κάνει αυτή την κίνηση, η Ρωσία δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει τακτικά πυρηνικά όπλα, τα οποία δεν θα ρίξει μόνο στα πεδία των μαχών αλλά και κοντά (επαναλαμβάνω: κοντά) σε μεγάλες πόλεις και κοντά στα σύνορα των χωρών της ανατολικής Ευρώπης που πρωτοστατούν στην στρατιωτική ενίσχυση του ουκρανικού στρατού. Το δεύτερο μειονέκτημα: η διεξαγωγή του πολέμου απαιτεί διαρκή, μόνιμη, συνεχή επιμελητεία (τροφή, ρουχισμό, όπλα, ενέργεια). Γνωρίζουμε από το παρελθόν ότι η επιμελητεία σε μια κατεστραμμένη και έρημη κοινωνία είναι πολύ δυσχερής. Το τρίτο μειονέκτημα είναι η στάση και οι διαθέσεις του πληθυσμού –  έχουμε ήδη σημειώσει ότι το όνειρο των Ουκρανών, ανδρών και γυναικών, είναι να  φύγουν προς την Ευρώπη.

Η γνώμη μου είναι ότι κατά τη διάρκεια του 2023, πιθανόν και του 2024, η Ρωσία θα εντείνει τις προσπάθειές της να καταστρέψει κι άλλες μικρές και μεγάλες πόλεις, να εκδιώξει όσο γίνεται περισσότερο πληθυσμό. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ότι θα φτάσουμε στο σημείο η ουκρανέζικη κοινωνία να καταστραφεί ολοσχερώς, να μετατραπεί σε μια έρημη χώρα,  σε μια αχανή τάφρο, μέσα στην οποία θα είναι αδιανόητη η διεξαγωγή του πολέμου. Αυτή είναι η στρατηγική της Ρωσίας –  απομένει να δούμε αν σταματήσει σε κάποιο σημείο ή εάν ολοκληρωθεί.

ΔΕΝ γνωρίζουμε ποια θα είναι η έκβαση του πολέμου  μεταξύ Δύσης και Ρωσίας με επίδικο τον έλεγχο της Σιβηρίας και της κεντρικής Ασίας· είναι όμως βέβαιο ότι, όποια κι αν είναι η εκβασή του, επιταχύνει τη μετάβαση από την εποχή της αφθονίας και της σπατάλης προς την εποχή της ένδειας και της σπάνης.

Πάω στο Καλοχώρι με φίλο, τέσσερα χιλιόμετρα μέσα στο  δάσος, να περπατήσουμε και να πιούμε τσιπουράκι.

Σχολιάστε ελεύθερα!