in οι λατρείες της Δύσης

εάν ήμουνα εγώ πρωθυπουργός, εάν ήμουνα εγώ υπουργός: ποιος, ποια και πώς μπορεί να ενταχθεί στην πολιτική άρχουσα τάξη;

εάν ήμουνα εγώ πρωθυπουργός. . .

εάν ήμουνα εγώ υπουργός. . .

(στερεότυπες φράσεις της γλώσσας της καθημερινής ζωής)

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΔΕΝ θυμάμαι πότε άρχισε   η εισβολή δημοφιλών ηθοποιών, αναγνώρισιμων καλλιτεχνών εν γένει, πασίγνωστων αθλητών του στίβου, ποδοσφαιριστών, συγγραφέων, δημοσιογράφων και άλλων διάσημων προσώπων της τέχνης,του αθλητισμού και της δημοσιογραφίας στην πολιτική, κοινοβουλευτική ζωή της ελληνικής κοινωνίας –  μάλλον κατά τη δεκαετία του 1990. Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι αυτή η εισβολή έγινε στην αρχή με διστακτικά βήματα, στη συνέχεια όμως η τάση ενισχύθηκε με αποτέλεσμα να αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των βουλευτών που προέρχονται από τους προαναφερθέντες χώρους. Τα πρόσωπα αυτά, άνδρες και γυναίκες,  ήταν γνωστά σε όλο σχεδόν τον ελληνικό πληθυσμό, η αναγνωρισιμότητά τους ήταν πανελλήνια. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη, λίγα χρόνια πριν πεθάνει, είχε εκφράσει τη φιλοδοξία της να γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

ΤΟ δρόμο της εισβολής στην ένταξη στην πολιτική και στην πολιτική άρχουσα τάξη μέσω της αξιοποίησης της δημοφιλίας και της  αναγνωρισιμότητας τον άνοιξαν δύο επαγγελματικές κατηγορίες που είχαν εξασφαλίσει τοπική μόνο φήμη και αναγνωρισιμότητα: οι γιατροί και οι δικηγόροι. Εάν δεν κάνω λάθος, από την μεταπολίτευση και μέχρι τις μέρες μας, πάνω από το ένα τρίτο των βουλευτών είναι γιατροί και δικηγόροι. Η ένταξη αυτών των επαγγελματιών στην πολιτική άρχουσα τάξη είχε αρχίσει μια δεκαετία περίπου μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου (1949)  –  ο εθνάρχης Κ. Καραμανλής ήταν δικηγόρος, ο Γ. Λαμπράκης ήταν γιατρός.

ΤΑ τελευταία χρόνια εμφανίζεται δειλά μια νέα κατηγορία: εξ αιτίας της πρόσφατης ανάπτυξης της τεχνολογίας και της επιστήμης αυξάνεται ο αριθμός των ειδικών της τεχνολογίας και των επιστημόνων που γίνονται γνωστοί ευρέως και φιλοδοξούν να ενταχθούν κι αυτοί στην πολιτική και στην πολιτική άρχουσα τάξη, αξιοποιώντας την αναγνωρισιμότητά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Γ. Βαρουφάκης – δεν ήταν ο πρώτος και είναι βέβαιο ότι πολλοί και πολλές θα μιμηθούν την επιλογή του. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε από τώρα ποιο θα είναι το μέλλον αυτής της τάσης αλλά έχω την εντύπωση ότι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της λατρείας της επιστήμης και της τεχνολογίας, που θα μας λύσουν όλα τα προβλήματα και θα μας λυτρώσουν από τα αναρίθμητα δυσβάσταχτα δεινά που μας περικυκλώνουν,  θα τους βοηθήσει να εκπληρώσουν τις φιλοδοξίες τους.

ΟΙ τρεις αυτές ιδιόμορφες κοινωνικές ομάδες προστέθηκαν στην ομάδα των επαγγελματιών της πολιτικής που ανήκουν σε οικογένειες που ασκούν την πολιτική ως κληρονομική δραστηριότητα (Παπανδρέου, Καραμανλής, Μητσοτάκης και άλλες  ελάσσονες) και που ενώ συνεχίζει να φθίνει και να συρρικνώνεται δεν παύει  να αποτελεί τον πυρήνα της πολιτικής άρχουσας τάξης. Θα μπορούσαμε λοιπόν να συνοψίσουμε με συντομία την ιστορία της κοινωνικής σύνθεσης της πολιτικής άρχουσας τάξης: στην αρχή αποτελούνταν μόνο από πλούσιους και ισχυρούς άνδρες, της τάξης των γαιοκτημόνων στην αρχή (19ος αιώνας, πρώτες δεκαετίες του 20ού), και των εκπροσώπων της αστικής (έμποροι και καπιταλιστές) κατά τον 20ό αιώνα. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο, εισβάλλουν στην πολιτική άρχουσα τάξη οι γιατροί και οι δικηγόροι, και ακολουθούν πρόσωπα του θεάματος και του αθλητισμού που απέκτησαν φήμη και αναγνωρισιμότητα μέσω του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Τελευταίοι οι επιστήμονες και οι ειδικοί της τεχνολογίας.

ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΟΜΑΣΤΕ, φίλες και φίλοι, ότι είναι πολλοί και πολλές αυτοί και αυτές που επιθυμούν, επιδιώκουν και προσπαθούν να διεισδύσουν και να ενταχθούν στην πολιτική άρχουσα τάξη, να εκλεγούν βουλευτές και βουλευτίνες. Οι θέσεις όμως είναι λίγες, πολλές από αυτές είναι ήδη κατειλημμένες κι αυτό σημαίνει ότι η πλειονότητα των φιλόδοξων ανδρών και γυναικών θα φάει πόρτα, θα μείνει εκτός.  Ποιοι και ποιες θα περάσουν τις πόρτες της πολιτικής άρχουσας τάξης; Πώς θα τα καταφέρουν;  Αρκεί μόνο η φήμη και η αναγνωρισιμότητα; Τι βήματα πρέπει να κάνει για να τα καταφέρει;

ΥΠΑΡΧΟΥΝ μόνο δύο τρόποι. Ο ένας ( ο κύριος, ο αποτελεσματικός)  είναι να δημιουργήσει σχέσεις με κάποιο κόμμα και να ενταχθεί σε αυτό. Είναι βέβαιο ότι το κόμμα αυτό θα επιλέξει και θα προτιμήσει αυτόν με την μεγαλύτερη δημοφιλία και αναγνωρισιμότητα. Όλοι οι δικηγόροι, οι γιατροί, οι καλλιτέχνες, οι αθλητές, οι ποδοσφαιριστές, μπασκετμπολίτες, οι δημοσιογράφοι και οι επιστήμονες που εκλέγονται στη Βουλή έχουν συνάψει σχέσεις με κάποιο κόμμα. ‘Ενα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα ο συγγραφέας  Πέτρος Τατσόπουλος, που εκλέχτηκε αρχικά με τον ΣΥΡΙΖΑ. Διαφώνησε, διαγράφηκε και έκτοτε έκλεισαν οριστικά και αμετάκλητα οι πόρτες της Βουλής.

Ο δεύτερος τρόπος: να ιδρύσεις δικό σου κόμμα. Υπάρχουν δύο εκδοχές: να ανήκεις σε κάποιο μεγάλο κόμμα, να δράσεις φρατριαστικά και να ιδρύσεις ένα νέο κόμμα, έχοντας τη βεβαιότητα ότι ένα μέρος των ψηφοφόρων του κόμματος στο οποίο ανήκες θα σε ακολουθήσουν. Μετά την μεταπολίτευση (1974) κάποιοι ακολούθησαν αυτόν τον δρόμο και μάλιστα με επιτυχία (Τσοβόλας, Σαμαράς, Καρατζαφέρης, Στεφανόπουλος).

Η δεύτερη εκδοχή: η ίδρυση νέου κόμματος χωρίς αρχική λαϊκή υποστήριξη, με μικρή η ελάχιστη σχέση με κινήματα και αγώνες. Αν και υπήρξαν δύο παραδείγματα επιτυχίας (Β. Λεβέντης,  Χρυσή Αυγή, Κ. Βελόπουλος), ο τρόπος αυτός είναι ο λιγότερο αποτελεσματικός. Είναι πολύ εύκολο να ιδρύσει κάποιος δικό του κόμμα, υπάρχουν  δεκάδες τέτοια, λίγα όμως τα καταφέρνουν. Και τα καταφέρνουν μόνο όταν συντρέξουν κάποιες συνθήκες (συγκυρία) και προϋποθέσεις (η προσωπικότητα του ηγέτη).

ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ, φίλες και φίλοι, πόσοι, κυρίως, και πόσες είναι αυτοί που θα ήθελαν να εκλεγούν βουλευτές, να ήταν υπουργοί ή πρωθυπουργοί. Οι περισσότεροι δεν εκφράζουν αυτή την επιθυμία, πρόκειται για φαντασίωση, κάποιοι όμως την εκφράζουν χωρίς να το συνειδητοποιούν (εάν ήμουνα εγώ πρωθυπουργός, εάν ήμουνα εγώ υπουργός). Όλοι αυτοί, ναι μεν έχουν την επιθυμία ή κάνουν φαντασιώσεις, ξέρουν όμως ότι δεν πρόκειται ποτέ των ποτών να εκλεγούν ή να ενταχθούν στην πολιτική άρχουσα τάξη: δεν είναι διάσημοι ούτε στο χωριό τους, δεν τους ξέρει ούτε η μάνα τους.

ΥΠΑΡΧΟΥΝ όμως και κάποιοι που πληρούν κάποιες προϋποθέσεις (είναι γνωστοί και πασχίζουν να διευρύνουν την αναγνωσιμότητά τους κάθε μέρα) αλλά ζουν το δράμα τους, αντιμετωπίζουν ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο, ένα αδιέξοδο: ο καταγγελτικός και σωτηριολογικός λόγος που εκφέρουν δεν τους επιτρέπει να εφαρμόσουν τον πρώτο, τον αποτελεσματικό τρόπο: την ένταξη σε κάποιο μεγάλο υπάρχον κόμμα. Έτσι, είναι αναγκασμένοι να καταφύγουν στον τρίτο και λιγότερο αποτελεσματικό: να ιδρύσουν νέο κόμμα –  και να περιμένουν.

ΥΠΑΡΧΕΙ όμως και μια άλλη κατηγορία φιλοδόξων που απορρίπτουν και τους δύο αυτούς τρόπους. Εάν ακολουθήσουν τον πρώτο, θα αφομοιωθούν και θα εξαφανιστούν. Εάν ακολουθήσουν τον τρίτο, την ίδρυση νέου κόμματος, θα πρέπει να περιμένουν έως ότου επιβεβαιωθούν οι απόψεις τους και ο λαός τους ακολουθήσει-  πότε όμως θα γίνει αυτό; Μετά από πόσα χρόνια; Είναι βέβαιο ότι θα επιβεβαιωθούν;

 

 

 

 

 

 

 

Σχολιάστε ελεύθερα!