in αδρομερές σκιαγράφημα δυο ιστοριών του ανθρώπινου γένους

η εσωτερική ομιλία και γιατί ξεχνάμε να κάνουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ότι πρέπει να βάλω βενζίνα στο αυτοκίνητο. Η σκέψη αυτή εκφέρεται ως πρόταση εσωτερικής ομιλίας. εσωτερικού μονολόγου. Λέω στον εαυτό μου, χωρίς να μιλάω: πρέπει να βάλεις βενζίνα. Αυτό το “πρέπει” είναι μια εντολή –  διατάζουμε τον εαυτό μας να κάνει κάτι. Στην πραγματικότητα απευθυνόμαστε στον εγκέφαλό μας ως να είναι κάποιος άλλος και άρα μπορούμε να μιλάμε μαζί του.  Η εντολή αυτή αποθηκεύεται στην βραχύχρονη (βραχυπρόθεσμη) μνήμη και θα ανακληθεί, πρέπει να ανακληθεί –  ειδάλλως θα μείνω από βενζίνα. Ο εγκέφαλος εντέλλεται, διατάσσεται να μας θυμήσει να κάνουμε κάτι. Η πρόταση αυτή παίρνει συχνά την εξής μορφή: πρέπει να βάλεις βενζίνα, μην το ξεχάσεις. Γιατί εκφέρουμε την πρόταση, μην το ξεχάσεις; Γιατί στο παρελθόν έχουμε ξεχάσει να βάλουμε βενζίνα και έχουμε όχι μόνο ταλαιπωρηθεί αλλά έχουμε χάσει και ραντεβού και δουλειά και χρήματα. Με τη δεύτερη αυτή πρόταση κάνουμε πιο επιτακτική την εντολή για να αποθηκευτεί πιο έντονα στην βραχύχρονη μνήμη και έτσι είμαστε πιο βέβαιοι ότι η εντολή θα ανακληθεί. Για να γίνει ακόμα πιο επιτακτική, για να εξαλείψουμε κάθε ενδεχόμενο να ξεχάσουμε να βάλουμε βενζίνα, θα πούμε στον εαυτό μας, στον εγκέφαλό μας, πρέπει να βάλεις βενζίνα, μην το ξεχάσεις, παλιομαλάκα. Βρίζουμε τον εαυτό μας διότι συνηθίζει να μην βάζει βενζίνα με όλες τις γνωστές συνέπειες.

ΔΕΝ συνειδητοποιούμε πόσο συχνά απευθυνόμαστε προς τον εαυτό μας, προς τον εγκέφαλό μας δηλαδή, και μιλάμε μαζί του, τον διατάσσουμε, τον επικρίνουμε (” την έκανες πάλι τη μαλακία σου”), τον επαινούμε (“τι ωραίος που είσαι!), τον προτρέπουμε (“αυτό να μην το ξανακάνεις”), τον ειρωνευόμαστε και τον σαρκάζουμε (μπράβο, μαλάκα, καλά τα κατάφερες!). Από όλες αυτές τις εκφάνσεις της εσωτερικής ομιλίας, η πιο συνηθισμένη είναι η διατύπωση εντολών. Ίσως, μάλλον είναι βέβαιο, να μην υπάρχει μέρα που να μην διατάζουμε τον εαυτό μας, τον εγκέφαλό μας. Όλα αυτά που κάνουμε με τους άλλους, τα κάνουμε και με τον εαυτό μας. Η εσωτερική ομιλία δεν διαφέρει από την λεκτική επικοινωνία με τους άλλους. Η σχέση μεταξύ της εσωτερικής ομιλίας και της λεκτικής επικοινωνίας δεν έχει διαλευκανθεί –  ποια να προηγήθηκε άραγε; Μήπως εμφανίστηκαν ταυτόχρονα; Με αυτό το ζήτημα θα ασχοληθούμε άλλη μέρα. Σήμερα θα ασχοληθούμε με το ζήτημα, γιατί ξεχνάμε να κάνουμε αυτό το οποίο πρέπει να κάνουμε, γιατί το αμελούμε; Γιατί δηλαδή ο εγκέφαλός μας δεν ανακαλεί την εντολή, ώστε να την κάνουμε πράξη, με αποτέλεσμα την ταλαιπωρία, τη δική μας και των άλλων, και σε ακραίες περιπτώσεις την ανείπωτη δυστυχία;

ΘΑ παραθέσω μερικά παραδείγματα από την καθημερινή ζωή, γνωστά σε όλους και σε όλες, πριν δούμε τι ξεχνάμε και γιατί. Τις προάλλες έβαλα στο καφάσι, που έχω προσαρμόσει στο παπάκι για να μεταφέρω διάφορα πράγματα, τη σακούλα με τα σκουπίδια. Πρέπει να την πετάξω στον κάδο της γειτονιάς, δέκα μέτρα από το σπίτι. Πάω στην πλατεία, κατεβαίνω από το μηχανάκι και βλέπω τα σκουπίδια. Δεν περάζει, θα τα πετάξω επιστρέφοντας. Επιστρέφω στο σπίτι, κατεβαίνω από το μηχανάκι, βλέπω τα σκουπίδια. Δεν πειράζει, αύριο. Τρεις μέρες τα έκανα βόλτα στο χωριό και στα χωράφια. Από το σπίτι στον κάδο, δέκα μέτρα, λίγα δευτερόλεπτα, και δεν το έκανα, το ξέχασα. Δανειζόμαστε βιβλία και ξεχνάμε να τα επιστρέψουμε. Υποσχόμαστε να πάρουμε τηλέφωνο κάποιον, κάποια και το ξεχνάμε. Πρέπει να πάμε να πάρουμε το παιδί από το φροντιστήριο και το ξεχνάμε. Καθώς περνάνε τα χρόνια ξεχνάμε την επέτειο του γάμου ή τα γενέθλια της γυναίκας μας ή του άντρα μας. Δανειζόμαστε χρήματα και ξεχνάμε να τα επιστρέψουμε. Κανονίζουμε να πάμε να φάμε με τη γυναίκα μας, τον άντρα μας στο  εστιατόριο και ακόμα περιμένω. Με ξέχασε. Ακόμα περιμένω έξω από τον κινηματογράφο. Πριν κάποια χρόνια, πιθανόν να το θυμάστε το συμβάν, ένα ζευγάρι νεαρών Νοτιοκορεατών φρόντιζε το εικονικό τους μωρό στον υπολογιστή αλλά ξέχασε να φροντίσει το μωρό τους με αποτέλεσμα αυτό να πεθάνει.

ΑΣ δούμε τώρα τι δεν ξεχνάμε. Δεν θα ξεχάσουμε να βάλουμε βενζίνα εάν την επομένη θα πάμε στη Βάρκιζα για μπάνιο με την ερωμένη μας ή τον εραστή μας. Δεν θα τον/την στήσουμε στο ρεστωράν ή στον κινηματογράφο, θα είμαστε εκεί δέκα λεπτά πριν το ραντεβού. Θα παίρνουμε κάθε τόσο τηλέφωνο τον φίλο μας, τη φίλη μας για να μας επιστρέψει τα βιβλία και τα δανεικά. Γιατί δεν τα ξεχνάμε όλα αυτά;

ΔΕΝ είναι απαραίτητο να είμαστε ψυχαναλυτές ή ψυχολόγοι για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα. Τη γνωρίζουμε καλά, πολύ καλά την απάντηση. Ξεχνάμε να κάνουμε κάτι όταν αυτό το κάνει μας είναι δυσάρεστο, κουραστικό, ταλαιπωρία, βαρετό ή επιζήμιο. Εάν βάλουμε βενζίνα, θα πληρώσουμε, θα χάσουμε χρήματα –  κι όσα λιγότερα έχουμε, τόσο πιο συχνά το ξεχνάμε. Δεν είναι και πολύ ευχάριστο να πετάς σκουπίδια και το ξεχνάμε. Είναι ταλαιπωρία με τόση κίνηση στους δρόμους να πάρεις το παιδί από το φροντιστήριο. Είναι βαρετό να ξαναφάς με τη γυναίκα σου στο εστιατόριο ή να πας κινηματογράφο μετά από είκοσι χρόνια γάμου. Είναι επωφελές να μείνουν στη βιβλιοθήκη μου τα βιβλία που έχω δανειστεί και εξίσου επωφελές να μην επιστρέψω τα δανεικά. Θα αλλάξω την εικονική σκατωμένη πάνα του εικονικού μου μωρού αλλά το πραγματικό μωρό θα το αφήσω μέσα στα σκατά.

ΚΑΙ μετά από όλα αυτά, νομίζω πως είναι ολοφάνερο ο τρόπος με τον οποίο είναι δομημένος ο εγκέφαλός μας, ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η βραχύχρονη μνήμη μας. Ο εγκέφαλός μας είναι προγραμματισμένος να προκρίνει, να επιλέγει τα ευχάριστα, τα απολαυστικά, την ηδονή και να αποφεύγει τα δυσάρεστα, τη λύπη, τον πόνο, τη βαρεμάρα, την ταλαιπωρία. Αυτή είναι η αρχή της ηδονής, σύμφωνα με τον Φρόιντ. Υπάρχει όμως και η αρχή της πραγματικότητας, οι κοινωνικές συμβάσεις, ο κοινωνικός έλεγχος, τα καθήκοντα. Το γεγονός ότι διατάζουμε τον εαυτό μας , τον πιέζουμε  να κάνει κάτι, δείχνει ότι ενστικτωδώς και ασυνείδητα βιώνουμε την προτεραιότητα της ευχαρίστησης και της ηδονής έναντι της δυσαρέσκειας και του υποχρεωτικού κανόνα. Κι αυτό διότι ο εγωισμός και ο εγωκεντρισμός, η αρχή της ηδονής, φυλογενετικά και οντογενετικά, προηγείται των κοινωνικών καθηκόντων και κανόνων, της στέρησης, της αρχής της πραγματικότητας. Συνήθως τα καταφέρνουμε και επιβαλλόμαστε επί της αρχής της ηδονής και θυμόμαστε, δεν ξεχνάμε και κάνουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε όσο βαρετό και δυσάρεστο και επιζήμιο κι αν είναι. Η αρχή όμως της ηδονής είναι πανίσχυρη και πολύ συχνα μας επιβάλλεται αυτή –  και ξεχνάμε. Προκρίνουμε το ευχάριστο, το επωφελές, τη νέα εμπειρία, το εύκολο και απωθούμε, εξοβελίζουμε το δυσάρεστο, το υποχρεωτικό, το επιζήμιο, το βαρετό.

ΘΑ ήμασταν πολύ ικανοποιημένοι εάν το δράμα μας περιοριζόταν μόνο στο να ξεχνάμε να κάνουμε αυτά που πρέπει να κάνουμε. Τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Κι αυτό γιατί πολύ συχνά νομίζουμε ότι είμαστε καλά ενώ δεν είμαστε –  οι συνέπειες είναι τραγικές. Κι ακόμα χειρότερα: δεν γνωρίζουμε αυτό που πραγματικά θέλουμε. Δεν γνωρίζουμε ότι θέλουμε να σκοτώσουμε άνθρωπο και τον σκοτώνουμε. Πριν χρόνια, κάποιος οδηγός (σκότωσε γυναίκα που περνούσε το δρόμο) είπε στο δικαστήριο το εξής: έκανα λάθος, πάτησα το γκάζι αντί για το φρένο! Πρόκειται για λάθος που όλοι μπορεί να κάνουμε; Εγώ δε νομίζω. Δεν γνωρίζουμε ότι θέλουμε να πεθάνουμε και πεθαίνουμε, αυτοκτονούμε χωρίς να το γνωρίζουμε. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα οι νέοι (όχι οι νέες!) που τρέχουν με 25ο έτσι, για την ηδονή της ταχύτητας, και τελικά τους μαζεύουν με το κουταλάκι. Ο άνδρας που χωρίζει και μεθάει και μετά τον βρίσκουν στο βάθος του γκρεμού, μια μάζα με τις λαμαρίνες, δεν αυτοκτόνησε; Τι έκανε;

 

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. ω μέγα κακοτέχνη δ΄άσκαλε, πώς γίνεται να σκέφτεσαι να βάνεις μπεντζίνα, όταν δεν έχεις καν αυτοκίνητο;;;

  2. Με επισκέφτηκε φίλος από Θεσσαλονίκη και στην επιστροφή έμεινε από μπενζίνα, στα χωράφια. Πήρε την οδική βοήθεια και ήρθε και τον πήρε. Μου εξομολογήθηκε ότι συχνά ξεχνάει να βάλει βενζίνα. Φίλος μου είναι, πες ότι είμαι εγώ! Καλή σου μέρα, χαίρομαι πολύ που χαίρεσαι, που σ΄ αρέσει να συνομιλούμε, πάντα κάποια αφορμή θα βρεθεί.

  3. είσαι ευφυής άνθρωπος και με χιούμορ και μου είσαι συμπαθής, πράγμα σπάνιο… αποφεύγω να θέτω διαφωνίες ή να σου κάμω επισημάνσεις πάνω στις θεματικές που αναπτύσσεις γιατί έχω παρατηρήσει ότι ενοχλείσαι, ψιλοτσινάς υποσυνείδητα, οπότενες καμιά φορά το ρίπτω στο ας πούμε σορολόπ…

  4. Δεν φοβάμαι τις παρατηρήσεις, τις τποδείξεις, την κριτική, τη διαφωνία – εκείνο που φοβάμαι, με τρομάζει, είναι η διατρέβλωση και η παρεξήγηση. Η δεύτερη μπορεί να προέρχεται από ελλιπή κατανόηση, οπότε σπεύδω να διευκρινίσω πιο απλά τη ήθελα να πω, να εξηγηθώ. Η διαστρέβλωση (κακόβουλη, πάντα) όμως έχει σχέση με τον φθόνο, και τα δύο ουδέποτε μπόρεσα να τα αντιμετωπίσω, δεν είναι αντιμετωπίσιμα, είναι ακαταμάχητα. Δεν έχω επισημάνε το παραμικρό ίσχνος διαστρέβλωσης και φθόνου σε σένα κι αυτό με κάνει να χαίρομαι και να σε εκτιμώ όλο και πιο πολύ. Όταν μεγαλώσω, θα σου κάνω πρόταση γάμου.

  5. δάσκαλε, πολύ με κολακεύει η πιθανότητα της μελλοντικής πρότασης που λες, ωστόσο οφείλω να σε ενημερώσω ότι εκ φύσεως είμαι ελαττωματική, καθότι πάντα έβρισκα οικτρά βαρετά έως και αποκρουστικά όλα όσα χαρακτηρίζουν και συνοδεύουν συζεύξεις πόλων παντός είδους.

  6. έκλεισα την απάντησή μου με ένα αστείο για να επιβεβαιωθεί η γνώμη σου ότι έχω χιούμορ αλλά συ το πήρες τοις μετρητοίς. Με βάζει σε σκέψεις αυτό. Απέρριψες την πρότασή μου με τόση έμφαση και αποφασιστικότητα, με βδελυγμία θα έλεγα, που δεν μπορώ να εικασω τίποτα άλλο πέρα από το ότι πέρασε για ένα τσάκ του δευτερολέπτου από το μυαλό σου η σκέψη ότι θα ήταν μια ενδιαφέρουσα εμπειρία η πρότασή μου. Σκίρτημα ήταν και πέρασε, σε καταλαβαίνω και δεν σε παρεξηγώ. Θα βρω άλλη.

  7. δάσκαλε, κάτι μου λέει ότι στα νιάτα σου ήσαν δυνατός στο κόρτε! όχι, δεν απέρριψα την πρόταση σου… δεν κατάλαβες τι είπα και δεν το κατάλαβες γιατί αφενός το έθεσα γενικευμένα, επί τούτου, αφετέρου διότι είσαι μουνάκιας και ρομαντική φύση και τα αντί- δεν τα επεξεργάζεσαι άμεσα… ένηγουέηζ, μεγάλωσε πρώτα και βλέπουμε…