in 21ος αιώνας

αγρότης>εργάτης>άεργος: ιστορία και σύγκριση

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΣΗΜΕΡΑ θα συγκρίνουμε, ρίχνοντας  μια φευγαλέα ματιά στην κοινωνική ιστορία, τις τρεις μορφές κοινωνικής ύπαρξης των  παραγωγών του κοινωνικού πλούτου που εμφανίστηκαν τους δύο τελευταίους αιώνες και διαδέχτηκαν η μία την άλλη, θα παρακολουθήσουμε δηλαδή τη διαδικασία της πνευματικής υποχώρησης και εκμηδένισης που παρατηρούμε σε ολοένα και μεγαλυτερα τμήματα του πληθυσμού. Αυτό που με ώθησε να προβώ σε αυτή τη σύγκριση είναι η γενικά αποδεκτή, η αναμφισβήτητη   διαπίστωση ότι οι περισσότερες και σημαντικότερες νίκες του εργατικού κινήματος , που τα δύο κομβικά αποτελέσματά τους ήταν η μείωση τουχρόνου εργασίας και η βελτίωση του επιπέδου ζωής μέσω της αύξησης του μισθού, επιτεύχθηκαν από τους αγρότες που έγιναν εργάτες στα μεγάλα εργοστάσια, σε διαφορετική εποχή για κάθε κοινωνία –  στην Αγγλία στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα (1800-1850), στην Ελλάδα από το 1960 μέχρι το 1980. Οι νίκες αυτές ήταν το αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου τρόπου διεξαγωγής του κοινωνικού πολέμου και μιας συγκεκριμένης ψυχοδιανοητικής στάσης, την οποία μπορούμε να συμπυκνώσουμε με δύο λεξεις: αποφασιστικότητα και ελευθερία σκέψης και έκφρασης. Αποφασιστικότητα είναι  απόφαση: εμείς θα νικήσουμε γιατί μπορούμε να νικήσουμε, γιατί είμαστε ισχυρότεροι, γιατί οι καπιταλιστές είναι εξαρτημένοι από εμάς, χωρίς εμάς θα φαν τ΄ αρχίδια τους. Και δεν είναι τυχαίο ότι κατά τη διάρκεια αυτής της αποφασιστικότητας κι αυτού του κοινωνικού πολέμου έχουν γραφεί κείμενα τα οποία δεν  θα σταματήσουμε ποτέ να διαβάζουμε και να μελετάμε.

ΕΝΑΣ από τους τρόπους αντίστασης των καπιταλιστών στην εργατική αποφασιστικότητα ήταν η αντικατάστασή τους με μηχανές, η οποία αντικατάσταση είναι και μια εμμενής τάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (αύξηση κερδοφορίας με τη μείωση του εργατικού κόστους). Η τάση αυτή θα ενισχυθεί κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 21ου αιώνα με αποτέλεσμα ο κοινωνικός πλούτος να παράγεται από μια μικρή μειονότητα, που θα τείνει να συρρικνώνεται ολοένα και πιο πολύ. Η πλειονότητα, το 70-80% του πληθυσμού, δεν θα εργάζεται κι έτσι οδεύουμε ολοταχώς προς την κοινωνία της αεργίας, Ο αγρότης έγινε εργάτης, ο εργάτης γίνεται άεργος. Ο πρώτος ζούσε στα χωριά και στα χωράφια, ο εργάτης πηγαινοέρχεται μεταξυ εργοστασίου και διαμερίσματος της πόλης, ο άεργος είναι ακίνητος μπροστά στην οθόνη και έγκλεισμος στο διαμέρισμα της πόλης. Ο πολυδιάστατος, εύστροφος, πονηρός αγρότης (Μπαλζάκ, ο αγαπημένος συγγραφέας του Μαρξ) γίνεται μονοδιάστατος εργάτης (Μαρκούζε) κι αυτός άεργος χωρίς ιδιότητες (Μούζιλ). Με συγχωρείτε, δεν άκουσα, είπατε κάτι;

ΕΑΝ συγκρίνουμε τον αγρότη με τον εργάτη θα διαπιστώσουμε πολλές διαφορές, οι οποίες εξηγούν και τις νίκες του αγρότη που έγινε εργάτης. Η πρώτη διαφορά έχει σχέση με τη μέτρηση και τη χρήση του χρόνου. Ο αγρότης έχει μεγάλα χρονικά διαστήματα απαλλαγμένα εργασιών –  όχι μόνο λόγω κλιματικών συνθηκών (βροχή, ζέστη, χειμώνας),  αλλά κυρίως λόγω των απαιτούμενων εργασιών που εξασφαλίζουν τον αναγκαίο κοινωνικό πλούτο. Οι αργίες, οι γιορτές δηλαδή, στον Μεσαίωνα ήταν 120 –  δούλευε οχτώ μήνες και τέσσερις άραζε, χόρευε και έπινε . Όταν έρχεται η ώρα να φυτέψει σιτάρι, μπορεί να πει, αύριο! Κι αύριο να πει και πάλι, αύριο! Αυτο μπορεί να το κάνει και για ένα μήνα, επειδή θα προκύψει κάποια άλλη εργασία που είναι πιο επείγουσα. Δεν θα βάλει το ξυπνητήρι να σηκωθεί – θα σηκωθεί το πρωί και χαλαρά θα πάει στο χωράφι να οργώσει, πιθανόν και να μην πάει. Κουράστηκε; Σταματάει. Κουράστηκε πολύ; Έφυγε. Δεν θα ρωτήσει κανέναν καριόλη, δεν θα πάρει άδεια από κανένα κοπρίτη, κανένα τσογλάνι δεν θα του πει, γιατί δε δουλεύεις, πού πάς; Χειρίζεται το χρόνο με όρους ελευθερίας σε συνθήκες βέβαια ανάγκης – τελικά, ασφαλώς και θα πάει να οργώσει αλλά μέσα σε ένα χρονικό πλαίσιο που του εξασφαλίζει ελευθερία δράσης και κινήσεων. Δεν εργάζεται όλο τον χρόνο και όταν εργάζεται το κάνει όποτε θέλει αυτός.

ΜΙΑ δεύτερη διαφορά: ο αγρότης δεν επιδίδεται σε μια δραστηριότητα, σε μια εργασία αλλά σε πολλές. Εναλλάσσει τη μία δραστηριότητα με την άλλη. Η εναλλαγή των γεωργικών εργασιών πλαισιώνεται από την εναλλαγή της εκτροφής των λίγων ζώων κι όλλα αυτά με τις κατασκευαστικές και τεχνικές εργασίες. Ο αγρότης δεν αγοράζει, το φτιάχνει: δεν θα αγοράσει στυλιάρι για τη τσάπα, θα το φτιάξει. Εάν οργώνει και περάσει κάποιος, θα σταματήσει  και θα πάει με τον γνωστό του, τον φίλο του κάτω από το δέντρο, θα πιούνε τη ρακή, θα συζητήσουν και θα φύγει –  κι αύριο μέρα είναι. Ο αγρότης βαριέται εύκολα –  κάνει, και θέλει να κάνει, πολλά και διαφορετικά πράγματα.

Ο αγρότης γνωρίζει πολύ καλά το φυσικό του περιβάλλον, τη χλωρίδα και την πανίδα. Καθάριζα τα βάτα από έναν ελαιώνα, στη Κρήτη, δεκαετία του ογδόντα, και με λέει ο ιδιοκτήτης, πολύ γέρος, θα έχουμε πρόωρη άνοιξη φέτος. Πώς το ξέρεις; τον ρώτησα. Μου έδειξε κάποια λεπτομέρεια σε ένα κλαρί, κάτι σαν αρχή εμφάνισης φύλλου. Συνήθως τέτοια εποχή αυτό δεν το βλέπω, με λέει. Δεν έπεσε έξω. Η γνώση αυτή του επιτρέπει να προγραμματίζει και να συντονίζει τις εργασίες του σε γενικές γραμμές αλλά πρόγραμμα και προγραμματισμός, σχέδιο και σχεδιασμός, που πρέπει να τηρηθούν και να πραγματοποιηθούν, δεν υπάρχει.

Η τέταρτη διαφορά: λόγω των προαναφερθεισών ικανοτήτων, ο αγρότης είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να βρει κάποια λύση στα εκάστοτε και αναπόφευκτα προβλήματα που προκύπτουν. Εάν δεν τη βρει, θα ζητήσει βοήθεια, την οποία κανένας δεν θα αρνηθεί να του τη δώσει. Ξέρει να ζητάει (χωρίς ενοχές) , ξέρει να δίνει (χωρίς να υποχρεώνει). Ο αγρότης είναι εύστροφος. Υπάρχει και μια πέμπτη διαφορά.

Η καλλιέργεια της γης και η εκτροφή των ζώων είναι από τη φύση τους συντηρητικές –  εάν κάτι λειτουργεί, δεν αλλάζει. Ο συντηρητισμός αυτός ενίσχυσε τον ιδεολογικό και πολιτικό συντηρητισμό –  αυτόν τον συντηρητισμό, τη στενομυαλιά του αγρότη  κατήγγειλε ο Μαρξ. Γνωρίζουμε ότι όλες οι αλλαγές, οι βελτιώσεις δηλαδή, που έγιναν στη γεωργία και την κτηνοτροφία έγιναν από μεγαλογαιοκτήμονες που επιδίωκαν από τη μια να απαλλαγούν από τους ανυπότακτους εργάτης γης και από την άλλη να αυξήσουν την παραγωγή. Η εκμηχάνιση της γεωργίας, η τεχνητή σπορά, η χρήση των λιπασμάτων, ρτων φυτοφαρμάκων, όλες οι μείζονες καινοτομίες έγιναν από καπιταλιστές αγρότες.

Ο πολύπλευρος συντηρητισμός των αγροτών εξαφανίστηκε ταχύτατα και αποτελεσματικά όταν άφησε το χωράφι και πήγε να δουλέψει στο εργοστάσιο. Φρίκη! Φρίκη! Φρίκη! Δεν μπορείς να πας όποτε θέλεις, δεν μπορείς να σταματήσεις όποτε θέλεις, δεν μπορείς να μιλήσεις με τον διπλανό σου, δεν μπορείς φύγεις όποτε θέλεις, δεν υπάρχει ήλιος, δεν υπάρχει καθαρός αέρας, κάνεις όλη τη μέρα, σε όλη σου τη ζωή το ίδιο πράγμα, δεν μαθαίνεις, δεν μπορείς, δεν ξέρεις να επιλύσεις το πρόβλημα που θα παρουσιαστεί –  υπάρχουν οι ειδικοι γι΄αυτή τη δουλειά. Σπίτι, εργοστάσιο –  εργοστάσιο, σπίτι. Δουλείά ύπνος, ύπνος δουλείά. Ελεύθερος χρόνος =τηλεόραση. Αυτή η φρίκη του προμήθευσε την αποφασιστικότητα, που στη πράξη είναι γνωστή με τη λέξη ΑΠΕΡΓΙΑ. Μέχρι τώρα, αποτελεσματικότερος τρόπος διεξαγωγής του πολέμου δεν έχει επινοηθεί. Ελλείψει εργατών, πρέπει να επινοηθεί. Θα επινοηθεί. είμαστε πολύ κοντά.

ΤΟ πρόγραμμα της ζωής του άλλαξε όταν δεν εργαζόταν αλλά πολεμούσε: σκοπιά ύπνος, ύπνος σκοπιά. Η σκοπιά πήρε τη θέση της δουλειάς, ο θάνατος και ο τραυματισμός τη θέση της εξάντλησης –  στην καλύτερη περίπτωση. Και τα δύο αυτά μοντελάκια είχαν ένα κοινό αποτέλεσμα: την εξάλειψη της αγροτικής ευστροφίας, δημιουργικότητας, επινοητικότητας, της απέχθειας προς την μονότονη και λεπτομερώς μετρημένη χρονικά εργασία –  την ψυχική και πνευματική συρρίκνωση και εκμηδένιση. Εξελείφθηκε και ο συντηρητισμός; Ναι, της πρώτης γενιάς, της γενιάς των αγροτών που έγιναν εργάτες. Διότι από τη δεύτερη και μετά γενιά, αφενός επιβίωσαν στοιχεία του συντηρητισμού και αφετέρου πλαισιώθηκαν από νέα, από αυτά που παρήγαγε ο νέος τρόπος ζωής και σκέψης στον καπιταλισμό. Τη δουλειά ανέλαβαν οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους.

Η μετάβαση από την κοινωνία της εργασίας και του μόχθου στην κοινωνία της αεργίας και της απραξίας, της ακινητοποίησης και του οικιακού εγκλεισμού, θα επιφέρει την περαιτέρω επιδείνωση της ψυχοπνευματικής κατάστασης, των αέργων τώρα πια.  Εάν ο αγρότης ήταν εύστροφος και ο εργάτης χρήσιμος, ο άεργος είναι άχρηστος και περιττός. Αυτό μπορεί να τον κάνει επικίνδυνο, πολύ επικίνδυνο. Γι΄αυτό και πρέπει να ληφθούν μέτρα. Το σημαντικότερο από αυτά είναι η διαρκής, ενίσχυση του οικιακού εγκλεισμού. Δεν χάνουν ευκαρία για να τον ενισχύσουν:  επιδημία, ζέστη, βροχή, κρύο, εγκληματικότητα.

ΟΣΟΙ και όσες δεν πιστεύουν ότι αύριο, δεν θα αργήσει, θα κυκλοφορούν στους δρόμους μόνο μπάτσοι και στρατός, θα τους δοθεί η ευκαρία να το ξανασκεφτούν. Όταν θα τραβούν την κουρτίνα του δωματίου τους για να δουν τι γίνεται έξω: θα αντιληφθούν ότι

ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΤΙΠΟΤΑ

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Ο αγρότης που περιγράφεις μοιάζει πιο πολύ με σημερινό ελεύθερο επαγγελματία. Από τους παππούδες έχω μάθει ότι η αγροτικές εργασίες ήταν πολύ δύσκολες, πολύ κουραστικές και απαιτητικές ως προς τους χρόνους καθώς όλα έπρεπε να γίνουν με τα χέρια χωρίς τα μηχανήματα και τις ευκολίες που έχουν οι σημερινοί καπιταλιστικά αλλαγμένοι αγρότες. Επιπλέον υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να πάει ο κόπος τους χαμένος εξαιτίας του καιρού ή ασθενειών ή ακόμα και λόγω υπερπροσφοράς ή συνεννόησης των εμπόρων να μην πιάνουν την τιμή που ήθελαν για τα προϊόντα τους.

    Δεν μπορούσε ο αγρότης να γυρίσει τον διακόπτη και να λιχνίσει το στάρι όποτε ήθελε αλλά όταν είχε τον κατάλληλο αέρα και γι’ αυτή την εργασία έπρεπε ο αγρότης να οργανώσει ολόκληρη την οικογένεια που δεν ήταν και το καλύτερό τους ειδικά για τα παιδιά και τους νέους.

    Δεν τους πήραν με το ζόρι από τα χωριά για να τους πάνε στις μεγαλουπόλεις. Πήγαν εξαιτίας των συνθηκών διαβίωσης. Από αγρότες έγιναν οικοδόμοι, τεχνίτες, μικροέμποροι, εργάτες και εργάτριες στην triumph. Διάβαζα σε γράμμα μετανάστη που καλούσε την αρραβωνιαστικιά του να έρθει στην Αυστραλία και της έλεγε ότι τώρα πια δεν θα έχει το άγχος αν θα σαπίσει η πατάτα και δεν θα έχει για να ζήσουνε.

  2. Ο αγρότης που περιγράφω είναι ο αγρότης των αυταρκών αγροτικών κοινοτήτων – σε μια τέτοια γεννήθηκα και μεγάλωσα μεχρι τα 11 μου: αγοράζαμε ελάχιστα ανταλλάσσοντας σα με αυγά! Δεν πουλούσαμε τίποτα απολύτως, ό,τι παράγαμε ήταν για το σπίτι. Η παραγωγή ήταν μικρή, η εργασία γινόταν με τη χρήση των ζώων, τον χειμώνα οι εργασίες περιορίζονταν. Και το καλοκαίρι κάθε βράδυ χορός στην πλατεία του χωριού! Τα έζησα όλα αυτά.