in κοινωνικός πόλεμος

ο κοινωνικός πόλεμος μεταξύ κράτους και ανυπότακτου γυφταριάτου

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΘΑ γνωρίζετε ότι κράτος, μπάτσοι και λαός βλέπουν γύφτους, περιπλανώμενους και μη,  και αναστατώνονται, ταράσσονται. Γιατί; Θα δούμε γιατί. Αυτή η αναστάτωση, η ταραχή είναι πολύ ενοχλητική γι΄αυτούς που την αισθάνονται: πώς είναι δυνατόν, εγώ ο ισχυρός, κράτος, μπάτσοι και λαός, να αναστατώνομαι μπροστά σε αυτά τα εξαθλιωμένα, ταλαίπωρα και αδύναμα όντα;  Μήπως με συγκινούν τα βάσανά τους, η πενία τους, ο κατατρεγμός τους; Όχι, φίλες και φίλοι, όχι, κάθε άλλο. Μήπως αναστατώνονται και ταράσσονται όχι επειδή είναι αδύναμοι αλλά επειδή διαθέτουν κάποια ισχύ, κάποιες μορφές και εκδηλώσεις ισχύος, τις οποίες το συμπαγές στρατόπεδο του κράτους, των μπάτσων και του λαού δεν μπορεί να καταβάλει, αιώνες και χιλιετίες τώρα;  Πριν απαντήσω σε αυτά τα ερωτήματα που διατύπωσα, θα στρέψω την προσοχή μου, και τη δική σας, σε κάποιες όψεις της κοινωνικής ύπαρξης του γυφταριάτου –  θα εξηγήσω γιατί μεταχειρίζομαι αυτόν τον όρο.

ΜΕΧΡΙ τη δεκαετία του 1990 η πλειονότητα των γύφτων, πολύ περισσότερο των περιπλανώμενων, δεν είχαν αστυνομικές ταυτότητες. Και εννοείται ότι δεν είχαν και δίπλωμα οδήγησης. Η πρώτη προσπάθεια να αποκτήσουν ταυτότητες έγινε εκείνη τη δεκαετία, επί Πασόκ, ήταν μια αόρατη πτυχή του εκσυγχρονισμού. Θα αντιλαμβάνεστε ότι οι γύφτοι οδηγούσαν χωρίς δίπλωμα και οι διάδρομοι των δικαστηρίων ήταν καθημερινά γεμάτοι με γύφτους που περίμεναν να δικαστούν. Ξέρετε τι έκαναν; Είχαν ένα κοινόχρηστο δίπλωμα, το οποίο επιδείκνυε στο δικαστήριο ο εκάστοτε κατηγορούμενος.  Αστυνομική ταυτότητα δεν είχαν και έλεγαν ότι είναι αυτός που δείχνει η φωτογραφία του διπλώματος οδήγησης. Είναι εξαιρετικοί οδηγοί –  οδηγούν από παιδιά και μάλιστα φορτηγά. Όσοι, λίγοι, είχαν διπλώματα, τα είχαν αγοράσει δωροδοκώντας υπαλλήλους του Υπουργείου Συγκοινωνιών. Είναι αδιανότητο για ένα γύφτο να κάτσει να μάθει τα σήματα –  τέτοιο καταναγκασμό δεν μπορεί να τον αντέξει. Εμείς έχουμε συνηθίσει, αυτοί όχι. Μου ζήτησε μια μέρα ένας 40χρονος γύφτος, αναλφάβητος βεβαίως,  να τον βοηθήσω να μάθει τα σήματα. Τη πρώτη μέρα άντεξε μια ώρα. Τη δεύτερη μέρα,  μισή. Τη τρίτη μέρα δεν ήταν στο τσαντήρι.

ΤΟ καλοκαίρι, για όχι μεγάλα χρονικά διαστήματα, οι περιπλανώμενοι γύφτοι συγκεντρώνονταν, δεκαετία 1980 και 1990, δεν γνωρίζω τι γίνεται τώρα, σε μεγάλους αριθμούς και συγκροτούσαν έναν πολύ μεγάλο καταυλισμό, μια μεγάλη ομάδα  καταυλισμών σογιού –  κάθε επιμέρους καταυλισμός αποτελείται από 20-30 άτομα. Αυτό γινόταν σε περιοχές που υπήρχε δουλειά για όλα τα γυναικόπαιδα στα χωράφια. Σε έναν που επισκέφτηκα εγώ, υπήρχε και αναψυκτήριο –  ένα τσαντήρι με πάγκο και καρέκλες, το δούλευε μια νεαρή Αγγλίδα, κατάξανθη, παντρεμένη με γύφτο. Ναι, ναι.  Να σημειώσω ότι οι γύφτοι έχουν ψύχωση με τις ξανθιές. Σε αυτόν τον καταυλισμό απέφευγαν να μπουν το κράτος, οι μπάτσοι και ο λαός, εκτός εάν ήσουν, ζούσες δηλαδή,  μαζί τους.  Σε αυτούς τους καταυλισμούς έβρισκαν κατά καιρούς καταφύγιο πολλοι κυνηγημένοι και κατατρεγμένοι. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν κρύψει και περιθάλψει πολλούς αντάρτες του ΕΑΜ. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο, ληστές και κλεφτρόνια, φυγόδικοι και φυγόποινοι,  έμποροι ναρκωτικών και άλλα πολλά μπουμπούκια έβρισκαν καταφύγιο σε αυτούς αχανείς καταυλισμούς. Το ότι κράτος, μπάτσοι και λαός δεν μπορούν ακόμα και σήμερα να εισχωρήσουν όχι μόνο σε αυτούς τους καταυλισμούς αλλά πολύ περισσότερο σήμερα πια στους αστεακούς οικιστικούς χώρους είναι κάτι που δεν μπορούν να το χωνέψουν. Πρόκειται για κοινωνικούς χώρους όπου το κράτος δεν μπορεί ή δυσκολεύεται πολύ να ελέγξει και να επιτηρήσει. Αυτή η αδυναμία προκαλεί αναστάτωση και ταραχή.

ΥΠΑΡΧΟΥΝ όμως κι άλλες πηγές αναστάτωσης και ταραχής. Μία από αυτές φέρει το όνομα “όπλα”. Εκτός από τις ξανθιές, οι γύφτοι έχουν εμμονή και με τα όπλα. Δεν υπάρχει σπίτι, νοικοκυριό που να μην έχει καραμπίνα ή περίστροφο. Όλα αυτά ήταν και είναι αδήλωτα, εννοείται. Τα χρησιμοποιούσαν για κυνήγι, για αυτοάμυνα από επιθέσεις των αγροτών και για επίλυση των μεταξύ τους διαφορών. Ένα βράδυ, έξω από τον Ορχομενό Βοιωτίας, κάποιο παιδί έβγαλε χωρίς να το θέλει από τη μπαταρία φορτηγού το καλώδιο της τηλεόρασης, στην οποία δεν φαινόταν τίποτα, απλά “χιόνιζε”, είχε όμως ήχο και ακούγονταν οι φωνές των πρωταγωνιστών κάποιου δημοφιλούς σήριαλ εκείνης της εποχής (1985-6). Άρχισαν τα βρισίδια και η επίρριψη ευθυνών, υποθέτω, δεν καταλάβαινα τι έλεγαν,  κουβέντα στη κουβέντα, κλιμακώθηκε ταχύτατα η ένταση και σε λίγα λεπτά όλοι οι άντρες ήταν με τις καταμπίνες και τα περίστροφα στα χέρια. Είχα πάθει. Κάποιος όμως συνέδεσε το καλώδιο με τη μπαταρία, ακούστηκαν ξανά οι φωνές των ηθοποιών και τα όπλα επέστρεψαν στη θέση τους τόσο γρήγορα όσο εμφανίστηκαν: κάτι τρέχει στα γύφτικα!

ΤΟ κράτος, το μονοπώλιο της βίας, της οπλοκατοχής και της οπλοχρησίας, έχει και καλλιεργεί μια ιδιαίτερη ευαισθησία για το ζήτημα της κατοχής και της χρήσης των όπλων. Για να  κατέχεις όπλο πρέπει να πάρεις άδεια –  η παράνομη κατοχή τιμωρείται  πολύ αυστηρά. Οι περισσότεροι κάτοχοι όπλων είναι οι κυνηγοί  –  σε κάθε αστυνομικό τμήμα υπάρχει Γραφείο Κυνηγητικών Όπλων. Κάποιοι επώνυμοι, για αυτοάμυνα, παίρνουν άδεια για να κατέχουν όπλο. Υπάρχουν όμως τέσσερις περιπτώσεις παράνομης κατοχής που απασχολεί πολύ σοβαρά το κράτος. Δύο από αυτές είναι ο πολύ γνωστός έρωτας των Κρητικών και των γύφτων για τα όπλα. Οι άλλες δύο είναι ο υπόκοσμος και τέλος, οι τρομοκρατικές ομάδες. Οι τελευταίες δεν συνιστούν πια κίνδυνο, έχουν εξαρθρωθεί και δεν πρόκειται να εμφανιστούν νέες. Ο υπόκοσμος δεν στρέφεται κατά του κράτους, μιας και ένα πολύ μεγάλο μέρος από αυτόν τον υπόκοσμο συνεργάζεται πρόθυμα και υπάκουα με το κράτος, τους συνδέουν αμοιβαίες υποχρεώσεις. Αν όμως οι  Κρητικοί  δεν είναι επικίνδυνοι για το κράτος, οι γύφτοι είναι. Όλοι οι μπάτσοι φοβούνται τα όπλα των γύφτων, οι οποίοι βέβαια ρίχνουν στον αέρα, γνωρίζοντας πολύ καλά τι τα πάθουν εάν σκοτώσουν αστυνομικό –  θα ήταν καλύτερα να μην είχαν γεννηθεί.

ΠΕΡΑ από όλες αυτές τις ιδιαιτερότητες, η πιο σοβαρή είναι η πολιτισμική. Οι γύφτοι δεν μπορούν τους κλειστούς χώρους, δουλεύουν στα χωράφια αλλά σε εργοστάσιο δεν μπορούν, δυσκολεύονται να ακινητοποιηθούν σε καρέκλα σχολικής αίθουσας, είναι ατίθασοι και ανυπότακτοι, περήφανοι και αξιοπρεπείς, τις διαταγές δεν τις ανέχονται . Ο ατίθασος και ανυπότακτος χαρακτήρας τους προκαλεί την αναστάτωση και την ταραχή. Αυτό είναι το γυφταριάτο.

Ο εδώ και χιλιετίες και αιώνες ακήρυκτος πόλεμος μεταξύ κράτους -μπάτσων-λαού και ανυπότακτου γυφταριάτου δεν πρόκειται να σταματήσει. Άλλοτε αναζωπυρώνεται, άλλοτε καταλαγιάζει. Γνωρίζουμε πολύ καλά τι παθαίνει ο ανυπότακτος και ο ανυπάκουος, όποιος, όποια και να ΄ναι: εξευτελισμοί  και ταπεινώσεις, απειλές και εκφοβισμοί, άσκηση φυσικής βίας και φυλακή, τραυματισμοί και εξόντωση. Αυτά υφίστανται και οι γύφτοι. Και θα τα υφίστανται. Ποιος μπορεί να τους προστατέψει; Εάν νομίζετε ότι το κράτος είναι κράτος δικαίου, ότι είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στους νόμους, μάλλον κάτι σας διαφεύγει. Σας διαφεύγει η ζωή και η πραγματικότητα, έχετε ψευδαισθήσεις και αυταπάτες. Πώς γίνεται να είμαστε όλοι και όλες ίσοι απέναντι στους νόμους όταν το κράτος θέτει τους νόμους, όταν το κράτος τους εφαρμόζει, όταν το κράτος (Εισαγγελέας-Ανακριτής και Δικαστές) αποφασίζουν ποιοι θα διωχτούν, ποιοι θα αφεθούν ελεύθεροι, ποιοι θα προφυλακτιστούν, ποιοι θα καταδικαστούν; Πώς θα διωχτεί ένας αστυνομικός που η δουλειά του είναι να ασκεί νόμιμη βία και να κάνει νόμιμα χρήση των όπλων και να σκοτώνει;  Αυτοάμυνα, λάθος, πολλές οι δικαιολογίες. Εάν έχετε σχηματίσει την εντύπωση ότι οι διαμαρτυρίες θα σταματήσουν τη δουλειά των δικαστικών και αστυνομικών αρχών, τότε πάλι το ίδιο σας διαφεύγει –  η ζωή και η πραγματικότητα. Δεν πρόκειται. Το κράτος είναι μια πολύ ισχυρή οργάνωση και κάθε φορά που η ισχύς του αμφισβητείται έμπρακτα, η αντίδρασή του είναι άμεση, ταχύτατη και αμείλικτη, αδυσώπητη, ανηλεής. Πρέπει να το παραδεχτούμε. Εάν κάποιος, κάποια νομίζει ότι είναι ή μπορεί να γίνει πιο ισχυρός από το κράτος, όποιος και όποια παραβλέπει αυτή την ισχύ, παίζει με τη ζωή του. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάει ότι, όταν  παίζουμε παιχνίδια με τη ζωή μας,  ή με τη ζωή των άλλων, θα πληρώσουμε το αντίτιμο. Κι αυτό είναι πάντα ακριβό.

Σχολιάστε ελεύθερα!