Οικοδόμος;! Η έκπληξη ήταν γνήσια. Και συμπλήρωσε, κοιτάζοντας τον τοίχο απέναντι με τα βιβλία: εσύ θα έπρεπε να ήσουν καθηγητής Πανεπιστημίου, υπουργός, δημοσιογράφος . . . Πήρα το βλέμμα μου από τον κολιό και το έρριξα πάνω στα βιβλία. Δεν έβαλα μεγάλη δόση πίκρας, ίσα που να γίνεται αντιληπτή. Χαμογέλασα, χωρίς η πίκρα να φύγει από τα χείλη. Δεν το πιστεύω, είπε. Ο κολιός είναι καθαρισμένος. Πρώτη φορά πάω σε σπίτι και μου σερβίρουν καθαρισμένο ψάρι. Βασίλη, σου έχει τύχει ποτέ; Ο Βασίλης κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι. Χαμογέλασα. Καλή μου, της είπα, είμαι οικοδόμος και ξέρω από κούραση. Δεν θα μπορούσα να σας βλέπω να προσπαθείτε, να μοχθείτε, να πολεμάτε με τα αγκάθια του ψαριού. Σας καλέσαμε να περάσουμε καλά, όχι να σας βάλουμε να βγάλετε πρόκες από τα ξύλα.Οικοδόμος;! Η έκληξη ήταν γνήσια. Και συμπλήρωσε, κοιτάζοντας τον τοίχο απέναντι με τα βιβλία: εσύ θα έπρεπε να ήσουν καθηγητής Πανεπιστημίου, υπουργός, δημοσιογράφος. Πήρα το βλέμμα από τον κολιό και το έρριξα πάνω στα βιβλία. Δεν έβαλα μεγάλη δόση πίκρας, ίσα που να γίνεται αντιληπτή. Χαμογέλασα, χωρίς η πίκρα να φύγει από τα χείλη. Οι πικραμένοι δεν μιλούν πολύ. Αργούν να μιλήσουν. Ξέρεις, της είπα λυπημένος, έχω δυο μεγάλα προβλήματα. Προβλήματα; Έχω δυο πολύ μεγάλα προβλήματα υγείας. Έχω κάλλος στον εγκέφαλο και πάσχω από γυμνίτιδα. Θα υποθέτω, είπε χαμογελώντας πριν προλάβει να δώσει τη διαταγή ο εγκέφαλος να μη το πει γιατί θα το μετανοιώσει, ότι ο κάλος θα είναι από το πολύ διάβασμα. Όχι, όχι, είναι από χτύπημα. Ω! Επιφώνημα έκπληξης. Έπεσα σε γκρεμό και χτύπησα στο κεφάλι. Σε τροχαίο; Ναι. Πετάχτηκα από το αυτοκίνητο και έπεσα σε γκρεμό. Μια φίλη, είχε το κεφάλι έξω από το αυτοκίνητο την στιγμή της σύγκρουσης και της κόπηκε. Δεν το βρήκαν ποτέ. Το βρήκε μια αλεπού και το πήγε στα αλεπουδάκια. Τη θάψαν χωρίς κεφάλι;Ναι. Έπεσα σε γκρεμό και καθώς έπεφτα έκανα μια προσευχή, Θεέ μου, βοήθα με Θεέ μου, υπόσχομαι, αν ζήσω, θα ζήσω όλη τη ζωή μου φτωχός. Πέφτω πάνω σε κάτι συκιές, μετά σε άλλες συκιές, μετά σε άλλες συκιές, προλαβαίνω να πιαστώ από τα κλαδιά, σπάνε τα κλαδιά και πέφτω πάνω στο χώμα. Βροχή τα σύκα, μέλι, ήταν Σεπτέμβρης. Γλυκοχάραζε. Χτυπάω το κεφάλι σε μια πέτρα, μικρή. Τρώω καμια δεκαριά σύκα. Ακούω κελάρισμα νερού. Δροσερό νερό ανάβλυζε από το βράχο, ήπια, είχε στεγνώσει το στόμα μου από τα ξύδια και τα τσιγάρα. Κι ο πατσάς λύσσα ήτανε. Την έπεσα πάνω σε ξερά φύλλα. Με ξύπνησε ο ήλιος. Πόρσε δεν μπορώ να έχω, ούτε Μπεμβέ, έχω ένα μηχανάκι να πηγαίνω στη δουλειά, μου το χάρισαν, το ‘φτιαξα, ήταν σαράβαλο, έχω ένα ποδήλατο κι αυτά τα καταπληκτικά πόδια που μου χάρισε η μανούλα μου. Δεν μπορώ να γίνω εργοστασιάρχης, δεν έχω κότερο, δεν έχω μετοχές, αν πιάσω στο Τζόκερ δυο εκατομμύρια ευρά πρέπει να τα μοιράσω. Θα σε πάρω τηλέφωνο, θα σου πω, Σοφία, δος μου ένα λογαριασμό Τραπέζης να σου βάλω είκοσι χιλιάρικα. Δεν θα μου δώσεις ένα λογαριασμό; Θα μου δώσεις. Θα μου πεις, ποιο είναι το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ότι από τη στιγμή που έκανα ένα όρκο πρέπει να τον τηρήσω, έτσι δεν είναι; Εάν γίνω πλούσιος, θα πεθάνω αμέσως. Δεν είναι μόνο αυτό. Δεν περνάει η γαμημένη η ώρα. Δεν έχω τι να κάνω. Κι αναγκάζομαι να διαβάζω, να περνάω τη ώρα μου στο λαχανόκηπο σκάβοντας και φυτεύοντας, να παίζω με τα παιδιά, να πηγαίνω στο βουνό και να περπατάω, να μαζεύω χόρτα, μανιτάρια, σπαράγγια, κράνα, κούμαρα, να μαγειρεύω για τους φίλους μας, να μαζεύω μύδια από τη θάλασσα, να κλαδεύω τον Απρίλη τ’ αμπέλι στο χωριό παρέα με τ’ αηδόνια, ο αέρας να μυρίζει φυτοφάρμακα και χαμομήλι, να παίζω Καραγκιόζη στους φίλους του Παύλου και της Αποστολίας, δεν είναι ζωή αυτή, Σοφία. Δεν είναι ζωή. Κοίταξε τον άνδρα της, τη στιγμή που πήγε να την κοιτάξει κι αυτός. Ήπια λίγο κρασάκι. Περίμενα την ερώτηση. Και η γυμνίτιδα; Κούνησα το κεφάλι μου με απελπισία. Η γυμνίτιδα είναι μια εκ γενετής ανίατη ασθένεια η οποία μου δημιούργησε πάρα πάρα πολλά προβλήματα. Με κατέστρεψε, κυριολεκτικά με κατέστρεψε. Μια φορά το μήνα, το δίμηνο, ξυπνάω και δεν μπορώ να φορέσω ρούχα. Φρίκη! Ούτε στο σχολείο μπορούσα να πάω, στο στρατό δεν πήγα, έχω χάσει του κόσμου τις δουλειές, καταλαβαίνεις. Την προηγούμενη φορά με έρριξε τρία μερόνυχτα στο κρεββάτι. Μερικές φορές μου πάει και βδομάδα. Κάτσε τρεις μέρες στο κρεββάτι, τι θα κάνεις; Θα διαβάσεις, θα βασανίσεις το κορμί σου με τη Τασούλα, θα φας, θα πιεις, θα σκεφτείς, θα ξανακοιμηθείς, θα γράψεις, θα ξαναβασανίσεις το κορμί σου, θα θαναδιαβάσεις, δράμα, δράμα. Δεν είναι ζωή αυτή!
Κάπως έτσι κύλισε η βραδιά. Έφυγαν στις τρεις. Δεν έβρισκαν το αυτοκίνητο, πήγα και τους βοήθησα. Το έψαχναν δυτικά, αυτό ήταν ανατολικά.