όταν πήγα στο Παρίσι, Δεκέμβρης, 1958

Γεννήθηκα στους Πετράδες, στο σπίτι, το 1959, Ιανουάριο, στις 18, Τετάρτη, σε λίγο θα νύχτωνε. Ο πατέρας μου εκείνη την ώρα θα σχόλαγε από το ανθρακωρυχείο, στη Κίρκη, έξω από την Αλεξανδρούπολη. Κάρβουνο για τα τρένα, τους καρβουνιάρηδες. Οι τοίχοι του δωματίου ήταν αλειμμένοι με κοπριά αγελαδίσια, και το πάτωμα επίσης. Από μια πόρτα μπαίναμε στο σταύλο· όταν οι αγελάδες κατουρούσανε, τις ακούγαμε. Τις ακούγαμε κι όταν μουγκάνιζαν, όταν πεινούσαν, όταν διψούσαν, όταν γεννούσαν. Κάθε φορά που ανοίγαμε την πόρτα, έμπαινε ζέστη και η μυρωδιά της κοπριάς. Η μυρωδιά της κοπριάς, η κοπριά είναι η δική μου πατρίδα. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς την πατρίδα μου, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς κοπριά.

Πατρίδα μου είναι οι φωνές της μάνας μου, της μαμής, της γριάς γειτόνισσας, των άλλων γυναικών. Πατρίδα μου είναι η διάλεκτος του χωριού μου, τα πετραδιώτικα, ελληνικά με πολλές τούρκικες λέξεις, έπρεπε να ζήσει πολλές μέρες εκεί ένας ξένος για ν΄ αρχίσει να καταλαβαίνει. Πατρίδα μου είναι η κοπριά και τα πετραδιώτικα. Πατρίδα μου είναι η Γη.

Continue reading

το μουνόπανο της μητρός μου

Θα την αγαπούσαμε την αδερφούλα μας , θα την αγαπούσαμε πολύ. Δεν θα τη ζηλεύαμε, δεν θα τη χτυπούσαμε, θα της μαθαίναμε να περπατάει, θα την έπιανα εγώ από τα ένα χεράκι, από το άλλο ο Χαράλαμπος, θα της μαθαίναμε να μιλάει, θα της φωνάζαμε, έλα, Τριανταφυλλιά, μπορεί και Χρυσή, Χρυσούλα, έλα, δεν πειράζει που έπεσες, σήκω, δεν πειράζει που έπεσες, πειράζει να μη σηκωθείς. Δε θα παίζαμε όμως μαζί της, ήμασταν μεγάλοι. Έως ότου θα άρχιζε να περπατάει, εγώ θα τελείωνα την Τετάρτη Γυμνασίου και ο Χαράλαμπος την Δευτέρα. Όταν όμως θα ήμασταν εμείς τριανταπέντε, η Τριανταφυλλιά θα ήταν είκοσι δύο, θα πηγαίναμε μαζί διακοπές, θα βγαίναμε έξω τα βράδια, θα πηγαίναμε σε κουτουκάκια, θα πίναμε κρασάκι και θα λέγαμε, θα λέγαμε. Και πόσο θα χαιρόταν η μάνα μας που θα την προσέχαμε και θα την αγαπούσαμε!

Continue reading

17 Ιουνίου 2069: 12 59΄ 32΄΄

. . . Κυρίες και Κύριοι, φίλες και φίλοι τηλεθεατές, θα συνδεθούμε τώρα με τον ανταποκριτή μας Χρυσόστομο Τασκά στο Βερολίνο για να παρακολουθήσουμε την κατανάλωση της τελευταίας σταγόνας πετρελαίου και των τελευταίων μέτρων του τελευταίου πετρελαιοκίνητου αυτοκινήτου.

Κυρίες και Κύριοι, φίλες και φίλοι, μια ολόθερμη καλημέρα από το ανοιξιάτικο Βερολίνο. Η σημερινή μέρα είναι μια ξεχωριστή μέρα για όλη την ανθρωπότητα. Όλος ο πλανήτης περιμένει με αγωνία να παρακολουθήσει σε ζωντανή αναμετάδοση την κατανάλωση της τελευταίας σταγόνας πετρελαίου και των τελευταίων μέτρων του τελευταίου πετρελαιοκίνητου αυτοκινήτου. Μια πετρελαιοκίνητη Μερσέντες είχε τη τύχη να κληρωθεί, ανάμεσα σε πολλούς υποψήφιους, για να μας χαρίσει αυτό το ιστορικό γεγονός. Να σας θυμίσω ότι πέντε άνθρωποι, τρεις άνδρες και δύο γυναίκες, ένας από κάθε ήπειρο, έχουν κληρωθεί ως οι τελευταίοι επιβάτες των τελευταίων μέτρων του τελευταίου πετρελαιοκίνητου αυτοκινήτου. Οδηγός θα είναι η αμερικανίδα Τζέην Έντλες, συνοδηγός ο αφρικανός Αχμέτ Αλέν Ουλούμπα και πίσω, ανάμεσα σε δύο άνδρες,  θα κάθεται η ασιάτισσα Τσεγκ Ζου Γάο. Αριστερά θα βρίσκεται ο ευρωπαίος Γιοχάνες Στράσσεχουντ, και δεξιά της ο ωκεάνιος Τζον Αμάμπα. Να σας θυμίσω ακόμη ότι η πόλη της μικρής αρκούδας, αυτό σημαίνει η λέξη Βερολίνο, επιλέχτηκε κι αυτή κατόπιν κλήρωσης και αξίζει να επισημάνουμε την σύμπτωση. Το τελευταίο πετρελαιοκίνητο αυτοκίνητο θα διανύσει τα τελευταία του μέτρα στο τόπο όπου έκανε και τα πρώτα του βήματα, πριν από διακόσια σχεδόν χρόνια, το 1870, όταν ο Όσκαρ Μπενζ έθεσε σε κίνηση το πρώτο πετρελαιοκίνητο αυτοκίνητο. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στην Κορφυρστεντάμ, απ΄ όπου θα δούμε την εκκίνηση του οχήματος. Το αυτοκίνητο θα εφοδιαστεί με τα τελευταία τρία λίτρα πετρελαίου κίνησης που υπάρχουν διαθέσιμα αυτή τη στιγμή πάνω στον πλανήτη. Αξίζει να σας πληροφορήσουμε ότι την ποσότητα αυτή του πετρελαίου την αγόρασε , από συλλέκτη προϊόντων πετρελαίου, το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ενέργειας έναντι του ποσού των 800.000 δολαρίων, 270.000 δολάρια το λίτρο. Είναι η υψηλότερη τιμή του λίτρου πετρελαίου κίνησης από τότε που πρωτοεμφανίστηκε, τις τελευταίες δύο δεκαετίες του 19ου αιώνα. Με τα χρήματα αυτά, το 2006, όταν άρχισε η ανοδική πορεία της τιμής του αργού πετρελαίου, ένας κάτοχος πετρελαιοκίνητου αυτοκινήτου θα μπορούσε να αγοράσει έξι πολυτελή αυτοκίνητα ή τρία πολυτελή διαμερίσματα ή 270 τόνους γάλακτος. Το 2006 ένα βαρέλι ακάθαρτου πετρελαίου πουλιόταν 60 δολάρια το βαρέλι, ναι, ναι, καλά ακούσατε, 60 δολάρια το βαρέλι και, όσο και να σας φαίνεται απίστευτο, ένα, μάλιστα, ένα δολάριο το λίτρο το πετρέλαιο κίνησης. Λίγα χρόνια μετά, το 2008, α, αυτή τη στιγμή παρακολουθείτε στους δέκτες σας τον κινέζο αυτοκράτορα, τον Κλιγκ Κλαγκ Κλιγκ, στη πρώτη γραμμή των καθισμάτων της εξέδρας των επισήμων, και δίπλα του, αριστερά, τον πρόεδρο των Ανατολικών Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής Τζον Μάινους, τον γερμανό καγκελάριο Τόμας Ζέους, τη βασίλισσα της Αγγλίας

Continue reading

Χριστίνα ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας

1.

Πότε θα ξανάρθεις στην Αθήνα; με ρώτησε μόλις ένιωσε ότι σε λίγο θα λιώσω γλυκά κοντά της και θα πεθάνω. Δεν ξέρω, μπορεί σε ένα μήνα, μπορεί σε έξι. Θέλεις να σου τηλεφωνήσω; Ναι, θέλω. Εντάξει, της είπα. Δε θα με μαχαιρώσεις τώρα που θα κοιμάμαι; Όχι, θα σε προσέχω, θα είμαι ο φύλακας άγγελός σου. Θα διώχνεις και τις μύγες;  Ναι, θα τις διώχνω, δε θα σε ενοχλήσει καμία.

2.

Πεθαίνουμε και ανασταινόμαστε πολλές φορές στη ζωή μας, καμιά φορά και μέσα στη μέρα, της ψιθύρισα στο αυτί.

3.

Πετάχτηκε από το κρεβάτι κι άρχισε να χορεύει, να χοροπηδά, γυμνή, σαν κοριτσάκι πέντε χρονών, αναστήθηκα, αναστήθηκα, φώναζε και  χορεύοντας και φωνάζοντας πανηγυρικά αναστήθηκα, αναστήθηκα, έβαλε χορεύοντας στο γιου τιουμπ μουσική και χορεύοντας  τραγουδούσε με την τραγουδίστρια μαζί μπικόουζ δε νάιτ μπιλόνγκ του λόβερς μπικόουζ δε νάιτ μπιλόγκ του ας, διέκοπτε το τραγούδι φωνάζοντας θριαμβευτικά αναστήθηκα, αναστήθηκα κι όταν τελείωσε ο τραγούδι και της είπα, χαζεύοντας το νεανικό λικνιζόμενο κορμί της, Χριστίνα ανέστη εκ νεκρών, επανέλαβε χορεύοντας και ενθουσιασμένη Χριστίνα ανέστη εκ νεκρών, Χριστίνα ανέστη εκ νεκρών, κι όταν συμπλήρωσα θανάτω θάνατον πατήσας, άρχιζε να φωνάζει χορεύοντας θανάτω, ναι, ναι, θανάτω, θανάτω, θανάτω. . .

Continue reading

τι είδα μέσα στον τάφο του Χριστούλη μας

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΘΥΕΛΛΗΣ θα είναι, σκέφτηκα, γεμίζοντας το ποτήρι με μπίρα. Είχα μετανιώσει που παρήγγειλα μπίρα αλλά ήταν αργά. Όταν έφυγα από το σπίτι δεν φυσούσε, δεν έκανε κρύο. Όταν παρήγγειλα στον γνωστό ρουφιάνο τον καφετζή της πλατείας Ελευθερίας (των Σερρών), μόλις τότε σήκωνε ένα ελαφρύ δροσερό αεράκι. Μέχρι να μου φέρει τη μπίρα, γαμήθηκε ο Δίας. Θαύμα σας λέω, θαύμα! Πολύ αέρας, ξαφνικός και δυνατός και παγωμένος. Πού ήταν κρυμμένος, γαμώ του Χριστουλάκη τ΄;  Έχυνα τη παγωμένη μπίρα στο ποτήρι κι έβριζα. Ένα κονιακάκι, ένα κονιακάκι ήταν ό,τι έπρεπε. Το κονιάκ πάει με τον αιφνίδιο, ισχυρό, κρύο αέρα, όχι μπίρα. Σκέφτηκα να πάω μέσα αλλά προτίμησα τον άνεμο από την τσιγαρίλα.

ΤΟΝ καιρό εκείνο, όταν ο Παύλος άρχισε να περπατάει και η Τασούλα να είναι έγκυος  στην μέλλουσα Αποστολία, είχα τη συνήθεια να τελειώνω το γράψιμο και να βγαίνω αργά το βράδυ για ένα ποτάκι. Ένα, μα την Παναγία. Και όχι στο ίδιο μέρος. Είχα τελειώσει το βιβλίο για το ποδόσφαιρο και το αυτοκίνητο και έγραφα μια Εισαγωγή στη  Γαμησιολογία. Μελετούσα  Μαρκήσιο ντε Σαντ, μονότονη και κουραστική μελέτη, κουραστική όχι λόγω όγκου ύλης αλλά λόγω συνεχούς σηκωμάρας. Νιάτα, νιάτα! Σηκώνοντας το ποτήρι να πιω, βλέπω στο βάθος ένα φωταγωγημένο ογκώδες αντικείμενο και πίσω από αυτό να ακολουθεί πλήθος κόσμου.

Continue reading

Στην ‘Πανδαισία του Λαβυρίνθου’, 24 Ιανουαρίου 2239 μ. Χ.

Στην ‘Πανδαισία του Λαβυρίνθου’, 24 Ιανουαρίου 2239 μ. Χ.    

 

      Ακόμα δεν μπορώ να το  πιστέψω, είπε η προς στιγμήν μονόφθαλμη Α ξαναφέρνοντας την τούφα του μαλλιού στη θέση της. Και συνέχισε. Δεν έδειχνε τριάντα χρόνια νεότερη, ήταν τριάντα χρόνια νεότερη, δεν είμαι καθόλου υπερβολική. Απίστευτο! Φαντάζεστε να είμαι τριάντα ενώ είμαι εξήντα; Η Β την άκουγε με προσοχή. Και ρώτησε. Έχεις τη διεύθυνση της εργαστηρίου; Η Α κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Θέλεις να πάμε μαζί; Η Β συμφώνησε κι εγώ γύρισα να δω αν είχε σβήσει το κόκκινο φωτάκι. 

      Το κόκκινο φωτάκι ήταν κόκκινο. Άντεχα, για πέντε δέκα λεπτά ακόμα άντεχα. Καθίσαμε στο ένα και μοναδικό άδειο τραπέζι, δίπλα στη τζαμαρία του κήπου της ζούγκλας. Αυτό είναι το αγαπημένο μου τραπέζι, είπε η Α μόλις καθίσαμε. Πόσο χαίρομαι που γιορτάζουμε τα γενέθλιά  μου εδώ. Σιώπησε για λίγα δευτερόλεπτα και μετά είπε. Κρίμα που δεν επιτρέπεται να περπατήσουμε στον κήπο. Μα γιατί δεν επιτρέπεται; 

Continue reading

αντίδωρο

αντίδωρο

Δεν ήταν με τη μάνα του, ήταν με τον αδερφό του. Μεγαλύτερος, πρώτη φορά τον έβλεπα.

– Γειά σας, ρε μάγκες, χαιρέτησα, πετώντας ένα τσαλακωμένο δεκάεβρο πάνω στη δίκην πάγκου προθήκη ψυγείου των κρεάτων, διατελών εν ευθυμία, εξ ουζερίου προερχόμενος, στο οποίο δεν θα ξαναπάω· η σύγχυση μεταξύ μεζέ και γεύματος με ενοχλεί, όπως και μεταξύ ανθρώπου και προβάτου. 

– Καλημέρα, τι κάνεις; με ρωτάει ο μεγαλύτερος.

– Δεν είμαι καλά, του λέω.

– Τι έχεις;

– Είμαι ευτυχισμένος, του λέω.

Ξύνει το κεγάλι του.

– Δεν το κατάλαβα,  μου λέει.

-Όταν είμαστε ευτυχισμένοι, δεν είμαστε καλά, επαναλαμβάνω και συμπληρώνω: από τη πολλή ευτυχία μπορεί να μην σκέφτεσαι, να μη βλέπεις μακριά, να τρελαθείς, να πεθάνεις. . .

Continue reading

στην ταβέρνα των Ελευθεροτεκτόνων

στην ταβέρνα των Ελευθεροτεκτόνων

 

       Θα πιούμε άλλη μία; ρώτησε ο Καρλ τον Μισέλ. Ο Μισέλ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και του είπε,  Καρλ, ρίχνει καρέκλες. Τώρα που μπήκαμε εδώ μέσα, ας ρίξει ό,τι θέλει, παρατήρησε ο Καρλ και κατέβασε τη μπύρα που είχε απομείνει στο ποτήρι. Έκανε νόημα στον ταβερνιάρη να φέρει άλλες δυο. Περίεργη ταβέρνα, σχολίασε ο Μισέλ. Έχεις ξανάρθει; Όχι, μονολόγησε ο Καρλ. Καρλ, μου φαίνεται ότι η Βιβλιοθήκη κλείνει νωρίς. Ευτυχώς, Μισέλ! Εσύ δεν έχεις γυναίκα και παιδιά, δικαιολογήθηκε ο Καρλ. Χτες, η Τζένη στάθηκε μπροστά στη πόρτα και δεν μ΄ άφησε να φύγω. Ο Μισέλ κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση κι άλλαξε κουβέντα. Βρήκες εκδότη, τον ρώτησε. Ναι, στο Αμβούργο, τον Ότο Μάισνερ, απάντησε ο Καρλ και σηκώνοντας το ποτήρι συμπλήρωσε. Εκδότη βρήκα, το κείμενο δεν είναι έτοιμο. Καρλ, πολύ το ψιλοκοσκινίζεις, παρατήρησε ο Μισέλ. Ο Καρλ δεν πρόλαβε να απαντήσει. Μια μεγάλη παρέα, καμιά τριανταριά άνδρες, όλοι νέοι, μπούκαραν στη ταβέρνα, ένωσαν μερικά τραπέζια και παρήγγειλαν μπύρες. Καρλ, ποιοι είναι όλοι αυτοί; αναρωτήθηκε ο Μισέλ. Μισέλ, δεν έχω ιδέα, απάντησε ο Καρλ.

     Μισέλ, είπε ο Καρλ, χτες διάβαζα το Τραγούδι των Νιμπελούνγκεν και σκόνταψα σε μια φράση που μου φάνηκε πολύ περίεργη. Τη νύχτα του γάμου τους, ο Ζίγκφριντ και ο Γκούντερ πηγαίνουν στα δωμάτιά τους για να ξεπαρθενέψουν τις γυναίκες τους, την Κρίμχιλντ και την Μπρίνχιλντ. “Και οι δύο ήλπιζαν να πάρουν ερωτικές νίκες από τις γοητευτικές γυναίκες τους και η σκέψη αυτή ήταν γλυκιά στην καρδιά τους.” Τι μπορεί να σημαίνει η φράση παίρνω ερωτική νίκη; Ο Μισέλ απάντησε χαμογελώντας: αν πιούμε

Continue reading

αλφαμίνες, βιταμίνες, γαμαμίνες

     Ο Τσάρλς άναψε το πούρο, φύσηξε το καπνό σηκώνοντας ελαφρά το κεφάλι προς το ταβάνι και είπε: Γουίλιαμ, εάν το γέλιο προηγείται της ομιλίας και η φαντασίωση της φαντασίας, θα πρέπει να αναζητήσουμε μια σχέση ανάμεσα στο γέλιο και τη φαντασίωση. Εμφανίστηκαν την ίδια πάνω κάτω εποχή ή το ένα προηγείται σαφέστατα του άλλου; Ο Γουίλιαμ περίμενε την ερώτηση του Τσάρλς για να ανάψει το πούρο του, όπως και έκανε. Ο Σίγκμουντ και ο Μαρκήσιος δεν περίμεναν τίποτα, εκτός βέβαια από το μπουκάλι με το κονιάκ. Τσάρλς, είπε χαμηλόφωνα ο Γουίλιαμ, έχω την εντύπωση ότι κρυώνω. Ο Τσαρλς έστρεψε το κεφάλι του προς το τζάκι, πετάχτηκε από τη πολυθρόνα του και έριξε δυο μεγάλα κούτσουρα πάνω σε μια νεκροζώντανη φλόγα. Άκουσε τον Μαρκήσιο να του λέει: Τσάρλς, μια που σηκώθηκες, δεν φέρνεις και λίγη αμόλυβδη; Ο Τσάρλς κάθισε στη πολυθρόνα του και του είπε. Πονάνε τα πόδια μου, να πας να το πάρεις. Ο Μαρκήσιος πήγε να ρωτήσει “Σίγκμουντ, θα πας;” αλλά το μετάνιωσε και σηκώθηκε βαριεστημένα. Έσυρε τα πόδια του προς το μπαρ και επέστρεψε με το μπουκάλι στο αριστερό του χέρι, με το πούρο στο δεξί. Γέμισε το ποτήρι του και ήπιε. Γουίλιαμ, είπε, κάτι ήθελες να μας πεις. Ο Γουίλιαμ ρούφηξε το πούρο, φύσηξε το καπνό και είπε: Προτείνω να εγκαταλείψουμε τη μέθοδο των υποθέσεων – έχει αποτελέσματα αλλά οδηγεί σε αδιέξοδο. Θα προτιμούσα να μιλήσω με προφανείς βεβαιότητες. Και οι βεβαιότητες αυτές είναι τρεις. Ξερόβηξε κι άπλωσε το χέρι του να πιάσει το ποτήρι. Ο Σίγκμουντ, γάτα, αντιλήφθηκε τις προθέσεις του Γουίλιαμ την ώρα που ο εγκέφαλος έδωσε τη διαταγή στο χέρι να κινηθεί, πήρε το μπουκάλι και έχυσε 17 ml κονιάκ στο ποτήρι. Ο Γουίλιαμ τον ευχαρίστησε, ήπιε μια γουλιά και είπε: Βεβαιότητα πρώτη: είμαστε το μόνο ζώο που γνωρίζει ότι θα πεθάνει. Αποκτήσαμε συνείδηση όταν μάθαμε ότι θα πεθάνουμε. Βεβαιότητα δεύτερη: όταν, για κάποιο λόγο, σταθήκαμε όρθιοι, δεν γνωρίζαμε ότι θα πεθάνουμε. Βεβαιότητα τρίτη: η τρίτη βεβαιότητα θα πρέπει να βρίσκεται μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης. Όπως οι βιταμίνες βρίσκονται ανάμεσα στις αλφαμίνες και τις γαμαμίνες, σχολίασε χαμογελώντας ο Μαρκήσιος. Περίμενε να γελάσουν αλλά δεν γέλασε κανείς – τον στραβοκοίταξαν μόνο. Όταν αρχίσαμε να γελούμε, γνωρίζαμε ότι θα πεθάνουμε; ρώτησε ο

Continue reading

η παραγγελιά της Κρίμχιλντ

Έχω και τρεις χιλιάδες μετοχές της Εθνικής, αναγκάστηκε να ομολογήσει η Κρίμχιλντ σε μια ύστατη προσπάθεια να άρει τους δισταγμούς του ποιητή. Ο ποιητής την κοίταξε στα μάτια, βεβαιώθηκε ότι δεν θα μπορούσε να πάρει περισσότερα, άλλωστε δεν ήταν και λίγα αυτά που πήρε , πήρε ένα κομπιουτεράκι και βάλθηκε να πατάει το ένα κουμπάκι μετά το άλλο. Κάθε τόσο, σημείωνε κι ένα νούμερο σε ένα χαρτί, έκανε κάποιες πράξεις και είπε: πέντε στροφές, πέντε αντιστροφές και τέσσερις επωδούς. Πόσοι στίχοι; ρώτησε να μάθει η πελάτισσα. Ο ποιητής έξυσε το κεφάλι του, κάνοντας πως σκεφτόταν, και είπε: Γύρω στους εκατό, εκατόν πέντε. Εκατό στίχοι! αναφώνησε έκπληκτη η Κρίμχιλντ. Τόσο χρυσάφι, τόσο ασήμι, τόσα δολάρια, τόσες μετοχές, τόσα παράγωγα για εκατό στίχους! Ο Αρκεσίλαος δηλαδή τι σου έδωσε; Κώλο; Ο ποιητής χαμογέλασε. Όχι, καλή μου Κρίμχιλντ, απλώς μου έδωσε άλλα τόσα. Είσαι πολύ ακριβός, πρόφεραν τα σαρκώδη κόκκινα χείλια της. Θα μπορούσες να απευθυνθείς σε ένα τροβαδούρο, παρατήρησε ο ποιητής. Η Κρίμχιλντ εννόησε τον υπαινιγμό, μα προτίμησε να μη τον σχολιάσει. Έξι στροφές, έξι αντιστροφές και πέντε επωδούς, αντιπρότεινε. Μην επιμένεις, συμβούλεψε με αποφασιστικότητα την πελάτισσά του. Θα σου δώσω και μερικά CDS, πρότεινε η Κρίμχιλντ. Ο ποιητής σήκωσε το κεφάλι του λέγοντας: Δεν τα θέλω, προτιμάω το χρυσάφι. Έκανα τόσο δρόμο, σου έδωσα τόσο πολλά μόνο και μόνο για εκατό στίχους! παραπονέθηκε η όμορφη κυρά. Θα με πάρουν στο ψιλό. Θα σε πάρουν στο ψιλό; διαμαρτυρήθηκε ο ποιητής. Θα τραγουδήσετε και θα χορέψετε δικό μου ύμνο και θα σε πάρουν στο ψιλό; Σας παρακαλώ, πρόσεχε πως μιλάς! Εδώ δεν είναι ούτε Ρηνανία ούτε χώρα των Νιμπελούνγκεν! Πήρες χαμπάρι ότι βρίσκεσαι στην Βοιωτία; Καλή μου βασίλισσα, αθανασία ήρθες να αγοράσεις, όχι ταμπόν.

Continue reading