in η γένεση του θεού, οι λατρείες της Δύσης, Ιλιάδα και Φύση

Ιλιάδα: η λατρεία της ισχύος του πυρός που κατακαίει το δάσος

    φίλες και φίλοι, καλή σας  μέρα

    Σήμερα θα μελετήσουμε μια από τις ωραιότερες παρομοιώσεις της Ιλιάδας, στην οποία καταγράφεται η λατρεία της ισχύος της φωτιάς που καίει το δάσος·  τη διαβάζουμε πέντε φορές, διατυπωμένη κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο,  λανθάνει όμως και σε άλλες περιπτώσεις, τις οποίες και θα εξετάσουμε.  Στην παρομοίωση αυτή η ισχύς, η ορμή, το ακαταμάχητο, η καταστροφικότητα και η εξοντωτικότητα των επιτιθέμενων κατά των Τρώων ηρώων παρομοιάζονται με την ισχύ, την ορμή, το ακαταμάχητο, την καταστροφικότητα και την εξοντωτικότητα του πυρός που κατακαίει το δάσος  – όλα αυτά έχουν καταγραφεί σε πολλούς λογότυπους, τους οποίους και θα εξετάσουμε, άν όχι σήμερα, μια άλλη μέρα.  Θα  μελετήσουμε τα εδάφια, με τη σειρά που εμφανίζονται (Β 455-8·  Λ 155-9·   Ξ 396-7·  O 605-6· Υ 490-4 ),  θα διατυπώοσυμε κάποιες σκέψεις για τη λατρεία της  ισχύος της φύσης στην Ιλιάδα και τη σχέση της λατρείας αυτής με την επιθυμία του ήρωα να γίνει πιο ισχυρός από τη φύση, επιθυμία που καταγρἀφεται ποικιλοτρόπως. Θα μελετήσουμε την παρομοίωση με τη σειρά που εμφανίζεται και θα δούμε αν υπάρχει κάποια (γενετική) σχέση μεταξύ τους· θα παραθέτω το κείμενο, λίγοι στίχοι κάθε φορά,  θα  το επεξηγώ και θα είναι σαν να το μεταφράζω. 

    Όταν βλέπουμε ένα δάσος να καίγεται, όχι από την τηλεόραση, θλιβόμαστε, φίλες και φίλοι, αλλά και εντυπωσιαζόμαστε,  είναι αλήθεια, κοιτάζουμε τις τεράστιες φλόγες, την πύρινη λαίλαπα που ορμά ακάθεκτη και κατακαίει τα πάντα στο διάβα της με δέος και θάμβος, τρομάζουμε με την ισχύη της φωτιάς! Τι να σου κάνουν τα πυροσβεστικά οχήματα και τ΄ αεροπλάνα, αν δεν σταματήσει ο άνεμος και δεν βρέξει!  Στην Ιλιάδα δεν υπάρχει ίχνος θλίψης για το δάσος που καίγεται – υπάρχει όμως δέος και θάμβος και τρόμος. Με αυτά τα συναισθήματα ο αοιδός υποβάλλει την επιθυμία της ταύτισης του πολεμιστή ήρωα με το καταστροφικό και εξοντωτικό και αδήριτο και ακάματο πυρ, υποβάλλει και την επιθυμία της απόκτησης μιας παρόμοιας ισχύος.

 

   1. Η παρομοίωση στους στίχους Β 455-8 είναι μία από τις πέντε που η μία ακολουθεί την άλλη (μοναδική περίπτωση) και που περιγράφουν με έξοχο τρόπο την ισχύ και την προέλαση των Αχαιών κατά των Τῤώων. Ήταν τόσο πολλοί οι Αχαιοί που  η λάμψη (αίγλη) της αντανάκλασης του ήλιου πάνω στα ορειχάλκινα όπλα έφτανε μέχρι τον ουρανό, λάμψη που συγκρίνεται μόνο με τη λάμψη (αυγή) της φωτιάς που κατακαίει το δάσος. Όταν θα μελετήσουμε το λεξιλόγιο και τ η λατρεία της λάμψης στην Ιλιάδα διεξοδικά, θα δούμε ότι η λάμψη είναι σύμβολο της ισχύος, της ρώμης, της δύναμης, του σθένους – μιας και είναι ίδιον της μεγαλύτερης ισχύος, της ισχύης του ακατανίκητου και πολύ υψηλά ευρισκόμενου ήλιου – με τη λατρεία του οποίου έχουμε ασχοληθεί νομίζω (δεν θυμάμαι και τι έχω  γράψει, πανάθεμά με!). Είναι η μόνη από τις πέντε περιπτώσεις που το σημείο σύγκρισης δεν είναι η ορμή και η καταστροφικότητα του πυρός αλλά η λάμψη, κατά συνέπεια, η ισχύς του  γενικά. Η ορμή όμως και η καταστροφικότητα του πυρός περιγράφονται με τον πιο έντονο τρόπο: το πυρ χαρακτηρίζεται αΐδηλον, άκρως καταστροφικό·  (α +ίδον, είδον, ορώ, βλέπω): όταν θα σβήσει η φωτιά δεν θα φαίνεται τίποτα, όλα θα έχουν καεί, θα έχουν καταστραφεί. Για να τονιστεί η ισχή και το καταστροφικό μένος του πυρός το δάσος πάνω στις κορυφές των ορέων χαρακτηρίζεται άσπετον (α στερ. + ενισπείν < είπον): τόσο μεγάλο που δεν μπορούμε να το περιγράψουμε με τα λόγια!   Να το κείμενο, μέσα σε παρένθεση η μετάφραση κάποιων άγνωστων λέξεων:

Ηΰτε (όπως, σαν, ως) πυρ αΐδηλον επιφλέγει άσπετον ύλην

ούρεος εν κορυφής , έκαθεν (από μακριά) δε τε φαίνεται αυγή,

ως (έτσι ακριβώς) των ερχομένων από χαλκού θεσπεσίοιο (θεσπέσιου)

αίγλη παμφανόωσα (που αντανακλάται) δι΄ αιθέρος ουρανόν ίκε (έφτανε).

2. Στους Λ 155-9 είναι ο Αγαμέμνων που παρομοιάζεται με ορμητική και καταστροφική φωτιά. Εντοπίζουμε την παρομοίωση στην αριστεία (σημαίνει διάπραξη πολλων φόνων μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα) του Αγαμέμνονος αλλά η σύγκριση του ήρωα με τη  φωτιά που καίει το δάσος είναι λίγο περίεργη. Όταν αναφερόμαστε σε φωτιά στο δάσος μιλάμε για μέτωπο φωτιάς, για μια  τεράστια  έκταση που καίγεται αφού η φωτιά εξαπλώνεται πάρα πολύ γρήγορα. Στην προηγούμενη περίπτωση η διάσταση του μετώπου είναι σαφής – η παρομοίωση προσφέρεται για σύγκριση στρατού και φωτιάς όχι μεμονωμένου ήρωα και εκτεταμένης φωτιάς. Αναφύεται το ερώτημα ποια σύγκριση να ήταν η αρχική και απαντώ: αυτή μεταξύ ήρωα και πυρός. Δύο είναι τα βασικά επιχειρήματα. Πρώτον, ο αοιδός έχει στραμμένη την προσοχή του στον ήρωα όχι στον στρατό, ποιος τον γαμάει τον στρατό! Δεύτερον, τα φυσικά φαινόμενα που προκαλούν καταστροφές στη φύση και στους ανθρώπους εκλαμβάνονται ως εκδηλώσεις ισχύος· πολύ συχνά λοιπόν η ισχύς του ήρωα περιγράφεται με όρους ισχύος των καταστροφικών και ακαταμάχητων φυσικών φαινομένων. Η σύγκριση του ήρωα με τη φωτιά δεν είναι η μόνη. Στην Λ, περιορίζομαι σε αυτήν, ο επιτιθέμενος και ορμητικός Έκτορας παρομοιάζεται με σίφουνα (Λ 297-8) και με καταιγίδα (Λ 305=9). Όταν θα μελετήσουμε την λατρεία της ισχύος του ανέμου στην Ιλιάδα θα πούμε περισσότερα.

   Εδώ,  φίλες και φίλοι, ο αριστεύων Αγαμέμνων κόβει τα κεφάλια των Τρώων που τρέχουν για να σωθούν (πίπτε κάρηνα / Τρώων φευγόντων) όπως το αΐδηλον πυρ πέφτει με ορμή (εμπέση) πάνω σε πυκνὀ δάσος (αξύλω ύλη), όπως η ορμή της φωτιάς εξαφανίζει από τη ρίζα (πρόρριζοι) τους αδύναμους να αντισταθούν (επειγόμενοι)  στη φωτιά θάμνους· επιτίθεται προς κάθε κατεύθυνση όπως η φωτιά που εξαπλώνεται  παντού (παντή φέρει) εξ αιτίας του ανεμοστρόβιλου (ειλυφόων άνεμος):

ως δ΄ ότι πυρ αΐδηλον εν αξύλω εμπέση  ύλη

πάντη τ΄ ειλυφόων άνεμος φέρει, οι δε τε θάμνοι

πρόρριζοι πίπτουσιν επειγόμενοι πυρός ορμή·

ως αρ΄ υπ΄ Ατρειδη Αγαμέμνονι πίπτε κάρηνα

Τρώων φευγόντων, κτλ.

3. Στους  Ξ 396-7 , το σημείο σύγκρισης είναι ο ήχος: ο ήχος της μάχης μεταξύ Αχαιών και Τρώων και ο ήχος του πυρός που κατακαίει το δάσος.  Εννοείται ότι το πύρ είναι οι Αχαιοί και το δάσος που καίγεται οι Τρώες!  Αχαιοί και Τρώες πολεμούν με φωνές και κραυγές, με μεγάλο αλαλητό, τόσο μεγάλο που ούτε το βουητό του κύματος της θάλασσας μπορεί να το φτάσει, ούτε το τρίξιμο (βρόμος)  της φωτιάς (πυρός αιθομένοιο) ούτε η βοή του ανέμου. Αν και το σημείο σύγκρισης είναι ο ήχος της μάχης και του πυρός, δεν γίνεται να μην περιγραφεί η καταστρεπτική ορμή της φωτιάς που καίει το δάσος (ώρετο καιέμεν ύλην):

 ούτε πυρός τόσσος γε ποτί (έστι, γίνεται) βρόμος αιθομένοιο

ούρεος εν βήσσης (χαράδρες), ότε τ΄ ώρετο καιέμεν ύλην·

Ας διαβάσουμε και την έξοχη μετάφραση των Καζαντζάκη-Κακριδή (Κ -Κ):

   (δεν κάνει τόσο αλαλητό όσο η μάχη)

μηδέ η φωτιά, που ξάφνου εκόρωσε το όρος απάνω, τόσο

τριζομανάει στο λόγγο, ως ρίχτηκε πολλά να κάψει δέντρα·

4. Στην Ο, ο Έκτωρ επικεφαλής των Τρώων προσπαθεί να κάψει τα καράβια των Αχαιών (ίνα νηυσί κορωνίσι θεσπιδαές πυρ/εμβάλοι ακάματον, 597-8). Η πολεμική του μανία παρομοιάζεται ( 605-6) με τη μανία του καταστρεπτικού πυρός  (ολοόν πυρ [όλεθρος, πανωλεθρία, απώλεια]) μέσα στο βάθος του πυκνού δάσους:

μαίνετο δ΄ ως ότ΄ Άρης εγχέσπαλος ή ολοόν πυρ

ούρεσι μαίνηται, βαθέης εν τάρφεσιν ύλην·

5. Στην Υ (490-4)  είναι η σειρά του Αχιλλέως να παρομοιασθεί με τη φωτιά που καίει το δάσος. Λίγους στίχους πριν (371-2)  έχει συγκριθεί με τη φωτιά: τα χέρια του μοιάζουν με φωτιά (πυρί χείρας έοικεν), είναι δηλαδή ακαταμάχητα!  Πολύ συχνά στην Ιλιάδα ο ήρωας λάμπει σαν τη φωτιά, το βλέμμα του λάμπει σαν τη φωτιά, κτλ.,  ενώ έχουμε και μια περίπτωση (Ε 4)  στην οποία η περικεφαλαία και η ασπίδα του Διομήδη έβγαζαν φωτιά, φλέγονταν, με αποτέλεσμα αρχαίοι γραμματικοί και σχολιαστές να αναρωτηθούν πως δεν πήρε φωτιά ο ήρωας!  Μια προσεκτική όμως ανάγνωση των στίχων θα μας πείσει  ότι πρόκειται περί υπερβολής: τα όπλα του έλαμπαν τόσο πολύ λες και καίγονταν!  

   Ο Αχιλλέας ορμάει προς όλες τις κατευθύνσεις σφάζοντας όποιον βρει μπροστά του, όπως το θεσπιδαές (: το πολύ σφοδρά καιόμενο)  πυρ μανιάζει, μαίνεται (αναμαιμάει) στις βαθιές χαράδρες (άγκεα)  του δάσους που καίγονται καθώς ο δυνατός αέρας που στροβίλεται δυναμώνει τη φωτιά και την επεκτείνει:

Ως δ΄αναμαιμάει βαθέ΄ άγκεα θεσπιδαές πυρ

ούρεος αζαλέοιο (ξηρού) βαθεία δε καίεται ύλη (δάσος),

πάντη τε κλονέων άνεμος φλόγα ειλυφάζων (στροβιλίζει),

ώς ο γε πάντη θύνε συν έγχεϊ δαίμονι ίσος ,

κτεινομένους εφέπων·

Να και η μετάφραση των Κ-Κ:

Πως η φωτιά μανιάζει σύφλογη μες στα βαθιά φαράγγια

κάποιου βουνού ξερού, και καίγεται το σύμπυκνο ρουμάνι,

κι ολούθε η ανεμική, φυσώντας τη, κλωθογυρνάει το φλόγα·

παρόμοια κι ο Αχιλλέας συνάρματος, ίδιος θεός, εχίμα,

 

Στους Φ 12-16 ο Αχιλλέας παρομοιάζεται με φωτιά που καίει όχι δάσος αλλά ξερά χόρτα δίπλα στο ποτάμι· δεν θα σκεφτούμε ότι ο αοιδός γελοιοποιεί τον ήρωα όταν αντιληφθούμε ότι τα αδύναμα ξερά χόρτα που καίγονται εἰναι οι νεκροί και οι ακρίδες που τρέχουν έντρομες να σωθούν προς το ποτάμι δεν είναι παρά οι Τρώες που προσπαθούν να αποφύγουν την εκδικητική φονική μανία του Αχιλλέα. 

    Η ισχύς της φωτιάς που καίει το δάσος είναι μία εκδήλωση, από τις πολλές,  της ισχύος της φύσης, της ισχύος πολλών φυσικών φαινομένων. Όποιο φυσικό φαινόμενο δεν μπορεί ο ήρωας να αντιμετωπίσει και να νικήσει, να εξαλείψει, να ελέγχξει, το λατρεύει – λατρεύει την ισχύ του. Η λατρεία είναι επιθυμία, κατά συνέπεια, λατρεύει την ισχύ του σημαίνει επιθυμεί την ισχύ του, επιθυμεἰ να είναι τόσο ισχυρός όσο και η φύση. Και αυτό το θέλει για να γίνει πιο ισχυρός από τη φύση, για να μην ηττάται από τη φύση – ο ήρωας απεχθάνεται την ήττα.

    Το εντονότερο χαρακτηριστικό του δυτικού πολιτισμού, της δυτικής Κυριαρχίας, είναι η διαρκής αύξηση της ισχύος του για να μπορεί να νικά και τη φύση και τους αντιπάλους του (ανταγωνιστές και Υποτελείς). Ποιό είναι όμως το όριο της αύξησης της ισχύος, πότε ο ήρωας θα γίνει πιο ισχυρός από τη φύση και από τους εχθρούς του;

   Την απάντηση μάς την δίνει η Ιλιάδα: όταν θα εξαλείψει ολοσχερώς την ήττα, όταν θα πάψει να ηττάται από τη φύση, άρα και από τους αντιπάλους τους, όταν θα εκπληρωθεί η κομβική του επιθυμία, η επιθυμία της σωματικής αθανασίας.  Όταν θα κάνει ό,τι θέλει, όταν θα είναι ελεύθερος από φύση και από ανθρώπους: αυτός είναι ο σκοπός της Παγκόσμιας Ιστορίας, μας λέει ο Χέγκελ κι με αυτό το ζήτημα θα καταπιαστούμε αύριο το πρωί.

  Θα πάμε στο βουνό να ψήσουμε δίπλα σε ένα ρυάκι.

 

Σχολιάστε ελεύθερα!