το μουνόπανο της μητρός μου

Θα την αγαπούσαμε την αδερφούλα μας , θα την αγαπούσαμε πολύ. Δεν θα τη ζηλεύαμε, δεν θα τη χτυπούσαμε, θα της μαθαίναμε να περπατάει, θα την έπιανα εγώ από τα ένα χεράκι, από το άλλο ο Χαράλαμπος, θα της μαθαίναμε να μιλάει, θα της φωνάζαμε, έλα, Τριανταφυλλιά, μπορεί και Χρυσή, Χρυσούλα, έλα, δεν πειράζει που έπεσες, σήκω, δεν πειράζει που έπεσες, πειράζει να μη σηκωθείς. Δε θα παίζαμε όμως μαζί της, ήμασταν μεγάλοι. Έως ότου θα άρχιζε να περπατάει, εγώ θα τελείωνα την Τετάρτη Γυμνασίου και ο Χαράλαμπος την Δευτέρα. Όταν όμως θα ήμασταν εμείς τριανταπέντε, η Τριανταφυλλιά θα ήταν είκοσι δύο, θα πηγαίναμε μαζί διακοπές, θα βγαίναμε έξω τα βράδια, θα πηγαίναμε σε κουτουκάκια, θα πίναμε κρασάκι και θα λέγαμε, θα λέγαμε. Και πόσο θα χαιρόταν η μάνα μας που θα την προσέχαμε και θα την αγαπούσαμε!

Continue reading