μάναααα!

στον Παύλο από τη Βέροια και στον Θόδωρα Μπασιάκο

 

Μίλησα όταν ήμουν τεσσάρων χρονών. Πριν κλείσω τα τέσσερα, θα ήταν καλοκαίρι, πάνω κάτω, του 1962. Η μάνα μου έκλαιγε, έκλαιγε κάθε μέρα. Έβλεπε τα παιδιά των άλλων γυναικών να μιλάνε και η καρδιά της γινόταν χίλια κομμάτια από τον πόνο και τη στεναχώρια, από το μαράζι. Άκουγα –  άκουγα. Έβλεπα και άκουγα μα δε μίλαγα. Δεν ξέρω γιατί, δεν θα το μάθω ποτέ. Την κοίταζα στα μάτια, μου τα έλεγε όταν έγινα τριάντα, όταν άρχισα να τη γνωρίζω, μου μίλαγε, προσπαθούσε να με βοηθήσει να μιλήσω αλλά εγώ δεν έλεγα τίποτα. Την κοίταζα στα μάτια μόνο. Γέννησα μουγκό παιδί, σκεφτόταν και βούρκωνε και έκλαιγε στα κρυφά να μη τη δουν. Μετά όμως μίλησα. Και χάρηκε. Χάρηκε πολύ! Και έτσι άρχισε ένα μεγαλύτερο δράμα για τη μάνα μου. Μαρτύριο! Μιλούσα κι έλεγα ό,τι ένιωθα και ό,τι σκεφτόμουν. Το κουσούρι αυτό με κατέστρεψε τη ζωή. Κατέληξα να ζω την οικογένεια μου με το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης σε ένα χωριό, παρέα με το αμπέλι, τις ντομάτες και τις κότες. Τα οποία δεν μιλούν, όπως γνωρίζετε. Πόσες φορές  αργότερα δεν καταράστηκε το στόμα μου! ‘ Τι στόμα είναι αυτό που έχεις;  Καλύτερα να γεννιόσουν μουγκός!’

Continue reading