in θεωρία επανάστασης, κοινωνικός πόλεμος

για την προσδοκία της επαναστατικής εξέγερσης στην πόλη, στις πόλεις

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΠΟΛΛΟΙ και πολλές προσδοκούν και περιμένουν την επανάσταση στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες και εννοούν την επαναστατική εξέγερση που θα αλλάξει την κοινωνία, θα διευρύνει την ελευθερία και την ισότητα μέσω του ελέγχου της παραγωγής και της αυτοδιαχείρισης/αυτοδιεύθυνσης/αυτοδιοίκησης  του συνόλου της καθημερινής ζωής. Όταν όμως καλούνται να διευκρινίσουν ποιος θα την κάνει, πώς και πού, περιέρχονται σε αμηχανία. Με αυτήν την αμηχανία θα ασχοληθώ σήμερα και ιδιαίτερα με την τρίτη πτυχή της, τον τόπο της εκτύλιξης της επαναστατικής αλλαγής, ο οποίος δεν μπορεί να είναι άλλος από την πόλη, μιας και δεν υπάρχει πια αγροτική τάξη.

ΣΠΕΥΔΩ ευθύς αμέσως να διευκρινίσω τον όρο “επαναστατική εξέγερση”: εννοώ τη συνειδητή και οργανωμένη εξέγερση, που διαφοροποιείται από την αυθόρμητη εξέγερση, που ξεσπάει απροειδοποίητα, κλιμακώνεται, εξαντλεί τη δυναμική της και τελικά ηττάται. Αυθόρμητες εξεγέρσεις, ως αντίδραση ή αντίσταση στο κράτος, συνέβαιναν, συμβαίνουν και θα συμβαίνουν αλλά πάντα ηττώνται: δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την υπέρτατη μορφή ισχύος (στρατιωτικής, οικονομικής και ιδεολογικής) που υπάρχει σήμερα και είναι το κράτος, δεν είναι σε θέση να αντιπαραθέσουν μια οργάνωση ισχυρότερη του κράτους. Η έννοια της εξέγερσης αντιδιαστέλλεται προς αυτήν της επανάστασης: με την επανάσταση εννοούμε μια αλλαγή που είναι το αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας διαδικασίας, που γίνεται χωρίς υποκείμενο και που η αναίρεσή της είναι αδύνατη-  η παραγωγή της τροφής ήταν επανάσταση, η λεγόμενη νεολιθική επανάσταση. Η χρήση των μηχανών στην παραγωγή του υλικού κοινωνικού πλούτου ήταν επανάσταση –  η βιομηχανική επανάσταση.  Η γαλλική (1789) ή ρωσική επανάσταση (1917) δεν ήταν επαναστάσεις ούτε όμως και εξεγέρσεις, ήταν επαναστατικές εξεγέρσεις κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, ήταν οργανωμένες, λίγο ή πολύ, εξεγέρσεις που επέβαλαν μέσω της πολιτικής και της στρατιωτικής ισχύος μεταρρυθμίσεις σε θεσμούς ή κατέστρεψαν και επινόησαν άλλους. Κατάφεραν να συγκροτήσουν οργάνωση που ήταν ισχυρότερη του κράτους.

ΠΡΟΣΔΟΚΟΥΝ λοιπόν και περιμένουν όχι την εξέγερση αλλά την επανάσταση, τη ριζική αλλαγή της κοινωνίας, η οποία όμως γίνεται μέσω οργανωμένης εξέγερσης  –  όταν λοιπόν λένε επανάσταση εννοούν την επαναστατική εξέγερση, την οργανωμένη και συνειδητή εξέγερση που θα καταστρέψει παλιούς και αναχρονιστικούς θεσμούς και θα επινοήσει νέους. Ποιος θα την κάνει όμως αυτή την επαναστατική εξέγερση;

ΟΙ απαντήσεις είναι πολλές, άρα υπάρχει διαφωνία. Γιατί είναι όμως πολλές, πώς προέκυψε αυτή η διαφωνία; Είναι πολύ απλό: το ένα μετά το άλλο τα επαναστατικά υποκείμενα, οι κοινωνικές τάξεις και στρώματα που είχαν προταθεί και εκλαμβάνονταν (και ήταν) ώς επαναστατικά υποκείμενα διέψευσαν τις προσδοκίες μας. Στην αρχή ήταν το βιομηχανικό προλεταριάτο, με ή χωρίς την αγροτική τάξη και τα άλλα μικροαστικά στρώματα, μετά το σύνολο της εργατικής τάξης, μετά το σύνολο της μισθωτής εργασίας. Αν και υπήρξαν πολλές νίκες, εξ αιτίας των οποίων μειώθηκε δραστικά ο χώρος εργασίας, αυξήθηκαν τα μεροκάματα και οι μισθοί, εξ αιτίας των οποίων υπάρχουν σήμερα δικαιώματα και ελευθερίας, κοινωνικές υπηρεσίες και κράτος πρόνοιας, αυτό το επαναστατικό υποκείμενο αφενός  ηττήθηκε στη σύγκρουσή του με το κράτος και αφετέρου αποδέχτηκε την κοινωνική ειρήνη και την κοινωνική συνεργασία λόγω της βελτίωσης του επιπέδου ζωής του. Υπήρξε όμως και μία άλλη αλλαγή, η οποία έχει χαρακτήρα επανάστασης: η εργατική τάξη συρρικνώνεται διαρκώς, διαδικασία που επιτείνεται και επιταχύνεται στις μέρες μας, ενώ ταυτόχρονα και παράλληλα ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού, σήμερα είναι η πλειονότητα,  έχει απομακρυνθεί οριστικά και αμετάκλητα από την παραγωγή του κοινωνικού πλούτου (παιδιά, έφηβοι, νέοι, γέροι, άνεργοι).

ΑΠΟ τη δεκαετία του 1980 και μετά άρχισε εναγωνίως η αναζήτηση νέων επαναστατικών υποκειμένων –  αναζήτηση που έχει σταματήσει πια, εδώ και δύο δεκαετίες, διότι δεν υπάρχει τίποτα άλλο να προταθεί, ο κατάλογος έχει εξαντληθεί. Κάποιοι υπέδειξαν τις γυναίκες, άλλοι τον υπόκοσμο, άλλοι όσους και όσες  διαφοροποιούνται με κριτήριο τις σεξουαλικές ιδιαιτερότητες. Οι Γκουαταρί-Ντελέζ υπέδειξαν τους τρελούς (“σχιζοφρενική φυγή”) ενώ οι Νέγκρι και Χαρντ το πλήθος, το οποίο υπάρχει μεν αλλά “δεν υπάρχει ακόμα”, “θα υπάρξει”, όταν θα οργανωθεί. Η τελευταία πρόταση ήταν το πρεκαριάτο, το μεγάλο πλήθος των  χωρίς ασφάλεια και περιστασιακά εργαζομένων – το πρεκαριάτο είναι η πιο πρόσφατα ανακηρυχθείσα επικίνδυνη τάξη των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνιών. Ας δούμε τώρα το πώς.

ΥΠΑΡΧΟΥΝ δύο προτάσεις, δύο πολιτικές κατευθύνσεις: της βίαιης και της ειρηνικής δράσης. Σύμφωνα με την πρώτη δεν μπορεί να υπάρξει αλλαγή χωρίς την προσφυγή στη βία –  στις διαδηλώσεις, τις καταλήψεις, την γενική πολιτική απεργία, στη χρήση όπλων, στην ένοπλη βία. Σε πρώτη φάση, μπορούμε να εξαναγκάσουμε, μέσω των διαμαρτυριών και των  διαδηλώσεων κυρίως, το κράτος σε υποχώρηση και παραχωρήσεις. Σε δεύτερη φάση, μέσω της γενικής πολιτικής απεργίας ή/και της ένοπλης βίας να εκπορθήσουμε το κράτος, να καταστρέψουμε θεσμούς και να επινοήσουμε άλλους. Οι υποστηρικτές αυτής της πολιτικής θεωρούν ότι μπορεί να υπάρξει μια οργάνωση που θα είναι πιο ισχυρή από αυτήν του κράτους –  σε στρατιωτικό, οικονομικό και ιδεολογικό επίπεδο. Να εφοδιαστεί με όπλα που κατέχει και το κράτος, τανκς και πολεμικά αεροσκάφη, να έχει οικονομικούς πόρους εφάμιλλους με αυτούς του κράτους και να εξασφαλίσει και ιδεολογική ηγεμονία, όπως υποστήριζε ο Γκράμσι. Δεν τα λένε αυτά, δεν τα εκφράζουν σαφώς και ρητώς και αντιλαμβανόμαστε για ποιον λόγο –  εγώ τα διατυπώνω ως λογικά και αναπόφευκτα συμπεράσματα.

ΟΙ υποστηρικτές της δεύτερης πολιτικής λένε ότι όλα αυτά οδηγούν αφενός στην ήττα και αφετέρου στην εκ νέου εμφάνιση καταπιεστικών και κυριαρχικών πρακτικών, αντιλήψεων και θεσμών –  επικαλούνται την εξέλιξη και την τύχη των κοινωνιών του υπαρκτού σοσιαλισμού. Όλα αυτά μπορούμε να τα αποφύγουμε, εάν ιδρύσουμε εμείς οι ίδιοι, μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία, νέους θεσμούς: να παραγάγουμε εμείς τον κοινωνικό πλούτο, να επινοήσουμε και να συγκροτήσουμε νέους θεσμούς –  δικά μας σχολεία, δική μας απονομή  δικαιοσύνης, δική μας περίθαλψη και άλλα πολλά. Εμείς θα δικάζουμε και θα τιμωρούμε τους βιαστές και τους φονιάδες των γυναικών. Το ζήτημα της αντίδρασης του κράτους, η οποία μπορεί να είναι και βίαιη, και μάλιστα αμείλικτη, δεν το ανακινούν, το αποσιωπούν, το παραβλέπουν, το απωθούν. Επικαλούνται την ηθική, η οποία μπορεί να υπερισχύσει της ισχύος. Για το κράτος, η ισχύς παράγει την δική της ηθική. Πρόκειται για άλλη μια μορφή εκδήλωσης της αιώνιας σύγκρουσης μεταξύ ουτοπίας (ηθική) και ρεαλισμού (ισχύς). Μέχρι τώρα νικητής αναδεικνύεται ο ρεαλισμός.

ΣΤΟ τρίτο ζήτημα, το πού θα γίνει η επαναστατική εξέγερση, υπάρχει αγαστή ομοφωνία, όποιο κι αν είναι το επαναστατικό υποκείμενο, όποιος κι είναι ο τρόπος δράσης: ο τόπος της επαναστατικής εξέγερσης είναι η πόλη, οι πόλεις. Διότι, απλούστατα, δεν υπάρχει άλλος. Στις πόλεις θα διεξαχθούν οι συγκρούσεις, ήπιας ή ένοπλης βίας, στις πόλεις θα επινοήσουμε και θα συγκροτήσουμε τους νέους θεσμούς, τις νέες πρακτικές, εδώ θα διαμορφωθούν οι νέες αντιλήψεις. Όλα αυτά έχουν συμβάλει στην εμφάνιση μιας λατρείας της πόλης από τους θεωρητικούς και υποστηρικτές της επαναστατικής εξέγερσης. Υπάρχει όμως ένας μεγάλος αριθμός ζητημάτων, τα οποία όχι μόνο δεν εξετάζουν αλλά τα παραβλέπουν, τα απωθούν –  είναι ενοχλητικά και το ενοχλητικό μας ενοχλεί, μας χαλάει, αναστατώνει την πνευματική και ψυχική μας γαλήνη και ισορροπία.

ΣΕ μία πόλη, σε μερικές ή σε όλες θα γίνει ή πρέπει να γίνει (όπως γίνει, από όποιον κι αν γίνει) η επαναστατική εξέγερση; Αυτό είναι ένα από τα κρισιμότερα ερωτήματα. Διότι εάν γίνει σε μία πόλη, έστω στην αρχή, τα πράγματα δεν τα βλέπω και πολύ καλά. Ας υποθέσουμε ότι γίνεται στο Παρίσι ή στο Λονδίνο, στην Νέα Υόρκη ή στην Αθήνα. Θα είναι εύκολη η καταστολή της; Κατά συνέπεια, η ήττα της; Πώς θα κατασταλεί μια επαναστατική εξέγερση στο Παρίσι; Τι θα κάνει το κράτος, οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους, ο στρατός και η αστυνομία; Θα εισβάλλει με τανκς ή θα βομβαρδίσει την πόλη με πολεμικά αεροσκάφη; Όχι, βέβαια. Υπάρχει ένας πιο εύκολος, πιο γρήγορος, πιο ηθικός  και πιο αποτελεσματικός τρόπος: θα κόψει την ενέργεια, την τροφή, τα φάρμακα και το νερό. Σε πόσες μέρες θα παραδοθεί το επαναστατημένο Παρίσι; Σε λιγότερο από τρεις.

ΤΟ αδιέξοδο αυτό μπορεί να ξεπεραστεί, εάν γίνουν  επαναστατικές εξεγέρσεις ταυτόχρονα σε όλες τις μεγάλες πόλεις του πλανήτη. Θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο; Ναι, θα μπορούσε. Θα μπορούσε. Θα μπορούσε να συμβεί μόνο  ως απάντηση σε κάποια μεγάλη κρίση. Και μόνο στο Παρίσι να γίνει, θα γίνει και πάλι ως αντίδραση, ως απάντηση σε κάποια πρωτοφανή κρίση –  δεν θα γίνει χωρίς κρίση, δεν θα ξυπνήσουν μια μέρα οι Παριζιάνοι και τους έρθει έτσι ξαφνικά να επαναστατήσουν. Ποια κρίση όμως μπορεί να είναι αυτή που θα ωθήσει τους κατοίκους όλων των πόλεων του πλανήτη να επαναστατήσουν;

ΣΕ αυτό το ερώτημα μπορούμε να διατυπώσουμε δύο απαντήσεις. Η κρίση να είναι οικονομική, κάποια κρίση της καπιταλιστικής οικονομίας, κάποια βαθιά ύφεση, εν μέσω αφθονίας όμως. Εστιάζω και τονίζω την αφθονία, διότι αυτή θα επιτρέψει τους καπιταλιστές και τους συντονιστές του κράτους να κάνουν παραχωρήσεις. Το έχουν κάνει πολλές φορές στο παρελθόν και θα το ξανακάνουν, εάν χρειαστεί. Με τις παραχωρήσεις, ο καπιταλισμός έχει γίνει πιο ισχυρός –  αυτό είναι ένα από τα διδάγματα που αντλούμε, και εμείς και οι καπιταλιστές, από την μακραίωνη ιστορία του. Η γνώμη μου είναι ότι δεν θα φτάσουμε σε αυτό το σημείο διότι ο καπιταλισμός έχει μάθει και κάτι άλλο. Έχει μετατοπίσει το χρονικό σημείο της καταστολής –  η άμεση, μετωπική, ταυτόχρονη  και η υστερόχρονη (εκκαθαριστική) καταστολή έχουν παραμεριστεί, χωρίς να έχουν ακυρωθεί,  και προκρίνεται η προτερόχρονη, η προληπτική καταστολή, η προληπτική αντεπανάσταση. Η πιο σημαντική πτυχή αυτής της πολιτικής είναι η επιδοματική πολιτική, η επίτευξη της κοινωνικής τάξης και ειρήνης μέσω της εξασφάλισης μιας στοιχειώδους επιβίωσης του πληθυσμού, μέσω του, μερικού έστω, εξοβελισμού της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας.

Η δεύτερη απάντηση, το δεύτερο ενδεχόμενο. Να γίνει η επαναστατική εξέγερση στις πόλεις εν μέσω ένδειας, σπάνης, γενικευμένης εξαθλίωσης. Ένδειας και σπάνης του υλικού κοινωνικού πλούτου, του αναγκαίου για την αναπαραγωγή της κοινωνίας: μερική ή και ολική έλλειψη ενέργειας, τροφής, νερού, φαρμάκων. Δεν γνωρίζουμε εάν φτάσουμε ποτέ σε αυτό το σημείο αλλά οι ενδείξεις που διαθέτουμε δεν είναι καθησυχαστικές. Ας υποθέσουμε όμως ότι θα αντιμετωπίσουμε μια μέρα, σε λίγες ή πολλές δεκαετίες, αυτό το ενδεχόμενο. Ότι δεν υπάρχει αρκετή ενέργεια ή αρκετή τροφή. Ή πόσιμο νερό. Σε αυτές τις ακραίες συνθήκες,  ποια απάντηση ια δώσει, ποια λύση θα είναι η επαναστατική εξέγερση; Θα εξαλείψει την ανεπάρκεια της ενέργειας και της τροφής; Πώς θα μπορέσει να κάνει αυτό που δεν μπόρεσε να κάνει ο καπιταλισμός και το κράτος;

Η πόλη, οι πόλεις δεν είναι ο τόπος της επαναστατικής εξέγερσης. Τουναντίον: η πόλη είναι ο οικιστικός χώρος που όχι μόνο παράγει νοσηρότητα, έχει μετεξελιχθεί σε κατ΄ εξοχήν νοσογόνο οικιστικό χώρο αλλά που ενισχύει την κοινωνική απομόνωση και τον οικιακό εγκλεισμό, τον κοινωνικό έλεγχο και την παθητικότητα. Με αυτά τα ζητήματα όμως θα ασχοληθούμε άλλα πρωινά.

ΕΙΜΑΙ υποχρεωμένος, για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις, να εκθέσω με συντομία, χωρίς να κρύψω κάτι, τη γνώμη μου. Στη πόλη, στις πόλεις, άρα πουθενά,  δεν πρόκειται, άρα ποτέ, να γίνουν επαναστατικές εξεγέρσεις. Σπορασδικές και αυθόρμητες εξεγέρσεις θα γίνονται, θα εκτονώνονται και θα ηττώνται –  δεν μπορούν να άντιτάξουν οργάνωση πιο ισχυρή από αυτήν του κράτους. Αντί να περιμένουμε και να προσδοκούμε, αντί να αυταπατώμαστε ηδονικά με ουτοπίες, αφενός επιλέγω την κατανόηση της εξέλιξης του καπιταλισμού, της καπιταλιστικής κοινωνίας και του κράτους, την επισήμανση και την μελέτη των κομβικών τάσεων, και αφετέρου την διεύρυνση των σχέσεων με τους άλλους και με τη φύση, τη διεύρυνση της συμβίωσης και της συνεργασίας, της ενεργητικής καθημερινής αλληλεπίδρασης. Αντικείμενο του επόμενου σημειώματος θα είναι η μελέτη των εννοιών της ενεργητικότητας και της παθητικότητας.

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. 1)Μπορούμε να πούμε ότι εδώ στην Ελλάδα χρονικά η τελευταία φορά που μη προνομοιούχα κοινωνικά στρώματα θα μπορούσαν να συγκροτήσουν οργάνωση με ισχύ εφάμιλλη του κράτους ήταν πριν την συμφωνία της Βάρκιζας όπου το ΕΑΜ παρέδωσε τα όπλα του; 

    2)Πως θα εξελισσόταν η κατάσταση αν δεν είχε γίνει αυτή η συμφωνία;

    3)Γιατί το ΕΑΜ παρέδωσε τα όπλα που του παρείχαν ισχύ;

    4)Τότε είχαν όπλα και δεν μπόρεσαν να αλλάξουν την κοινωνία, πώς θα το κάνουν τώρα;

    Γνώμη μου:

    1) Η διοίκηση του ΕΑΜ κατάλαβε ότι οι συσχετισμοί δυνάμεων στην περιοχή δεν θα του επέτρεπαν να επιβιωσει ως οργάνωση.

    2) Δεν θα είχαν την υποστήριξη της ΕΣΣΔ γιατί είχε έρθει σε συμφωνία για τον διαμοιρασμό των ζωνών επιρροής της και η Ελλάδα δεν ήταν μέσα.

    3) Στην περίπτωση που θεωρητικά κατάφερναν με τα όπλα να καταλάβουν την εξουσία στην Ελλάδα, θα τους την έπεφταν με διάφορους τρόπους οι υπόλοιπες προσδεδεμένες στη Δύση καπιταλιστικές χώρες της περιοχής.

    Προτίμησαν λοιπόν σκεπτόμενοι ρεαλιστικά με όρους αυτοσυντήρησης και επιβίωσης να παραδώσουν τα όπλα και αργότερα όταν νομιμοποιήθηκε το κκε και μπήκε στην βουλή να αναλάβει τον ρόλο του υπερασπιστή, του διαμεσολαβητή και συνομιλητή για τα κεκτημένα δικαιώματα των εργαζομένων και λοιπών μη προνομιούχων τάξεων. Δεν νομίζω ότι έχει καμία επαναστατική ρεαλιστική ιδεολογία και ως εκ’ τούτου προκύπτουν στην φρασεολογία του φράσεις που μοιάζουν περισσότερο με ευχολόγια: “ο λαός πρέπει να”, “ο λαός να καταδικάσει/αντιδράσει” κτλ. Θέλει να παρουσιαστεί ως κόμμα επαναστατικό αλλά η αλήθεια είναι πως είναι απλώς ένας διαμεσολαβητής.

  2. Συμφωνώ με όλα όσα γράφεις. Κι αν έγινε ο εμφύλιος που δεν τον ήθελε το Κόμμα (Βάρκιζα) έγινε γιατί τους εξώθησαν, με την άγρια και βάναυση καταπίεση και τρομοκρατία και βία, ιδίως στην επαρχία να αμυνθούν. Η κλιμάκωση της βίας έφερε τον εμφύλιο. Η ένοπλη επαναστατική βία ανήκει στο παρελθόν, ανεπιστρεπτί.