in 21ος αιώνας, διάβασα διαβάζω θα διαβάσω

τα ερωτήματα που μας θέτει με το ΚΙΒΩΤΙΟ ο Άρης Αλεξάνδρου

“. . . κι αν νομίζετε λοιπόν πως θα γεμίσει το κιβώτιο με το πτώμα μου, τι περιμένετε και δε με στήνετε στα έξι βήματα, στον τοίχο, ή μάλλον στη σιδερένια, δίφυλλη πόρτα;”

(οι τελευταίες προτάσεις του ΚΙΒΩΤΙΟΥ)

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΕΛΕΓΑ, τώρα θα το διαβάσω, φέτος θα το διαβάσω, περνούσαν τα χρόνια, περνούσαν οι δεκαετίες και τελικά το διάβασα. Ευχαριστώ τον Αλέξανδρο Κ. που μου το δώρισε και το έστειλε. Τέσσερις μέρες, δεν έκανα τίποτα άλλο. Με συγκλόνισε, με ώθησε να σκεφτώ, και να ξανασκεφτώ, μου έδωσε πολλή δουλειά για το σπίτι. Τροφοδότησε την περιέργεια, την παρατηρητικότητα και τη φαντασία μου. Πάνω από όλα όμως μου έθεσε κάποιες ερωτήσεις, στις οποίες και απάντησα. Στα είκοσί μου, και στα τριάντα μου, δεν θα μπορούσα. Όταν με ρωτάνε, απαντώ· κι όταν ρωτάω, περιμένω κάποια απάντηση. Υπάρχει το ενδεχόμενο να μην μπορούμε να απαντήσουμε και τότε ομολογούμε ότι δεν μπορούμε –  είτε γιατί δεν έχουμε σκεφτεί την ερώτηση είτε γιατί δεν έχουμε καταλήξει σε κάποια απάντηση. Κανένας και καμία δεν μπορεί να εκστομίσει την οποιαδήποτε μομφή.

ΠΡΙΝ εκθέσω τα ερωτήματα που μου έθεσε το ΚΙΒΩΤΙΟ και τις απαντήσεις που έδωσα, θα ήθελα να σχολιάσω το κείμενο από γραμματολογικής έποψης. Διαβάζοντάς το δεν άργησα να αντιληφθώ ότι πρόκειται για μυθιστόρημα που με ταξίδεψε στο χρόνο, στο παρελθόν: όχι μόνο στο 1949, στον αφηγηματικό χρόνο,  αλλά πολλούς αιώνες πιο πίσω, στις ρίζες του μυθιστορήματος. Δεν άργησα να αντιληφθώ ότι πρόκειται για ηθικό δράμα, για ιλαροτραγωδία, για έναν συνδυασμό αλληγορίας και σάτιρας. Κι όταν διάβασα και τις τελευταίες προτάσεις, και μάλιστα τις τελευταίες λέξεις (“σιδερένια, δίφυλλη πόρτα”) δεν είχα πια καμιά αμφιβολία. Να σας υπενθυμίσω ότι σε αυτή την σιδερένια, δίφυλλη πόρτα είχαν στήσει και εκτελέσει πέντε συντρόφους τους, έντεκα, μεταξύ των οποίων και ο πρωτεύων αφηγητής,  από τους σαράντα που θα συμμετείχαν στην μυστική αποστολή της παράδοσης του κιβωτίου από την πόλη Ν. στην πόλη Κ. Το κομβικό στοιχείο που διατρέχει και συγκροτεί το κείμενο είναι η δραματική σύγκρουση των αντιθέτων. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία: ο Άρης Αλεξάνδρου είχε βαθύτατη επίγνωση αυτής της σύγκρουσης. Ποια είναι αυτή η δραματική σύγκρουση των αντιθέτων;

ΠΡΙΝ απαντήσω θα ήθελα να κάνω μια πολύ σύντομη παρέκβαση, αντικείμενο της οποίας είναι η προέλευση του μυθιστορήματος. Οι ρίζες του μυθιστορήματος ανάγονται στα ηθικά δράματα του 15ου και 16ου αιώνα, τα οποία με τη σειρά τους είναι μετεξέλιξη των θρησκευτικών δραμάτων του Μεσαίωνα, που παριστάνονταν μέσα στις εκκλησίες. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει δράμα χωρίς σύγκρουση αντιθέτων, αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να εντοπίσουμε για ποια σύγκρουση αντιθέτων πρόκειται. Είναι γνωστή: πρόκειται για τη σύγκρουση μεταξύ αμαρτίας και αρετής (μεσαιωνικά θρησκευτικά δράματα), μεταξύ πάθους και λογικής (ηθικά δράματα). Μεταξύ των μυθιστορημάτων που είναι υποψήφια για να χαρακτηριστούν ως πρώτο μυθιστόρημα είναι ο “Δον Κιχότης” του Θερβάντες –  συντάσσομαι με αυτούς, δεν είναι λίγοι, που υποστηρίζουν πως αυτό είναι το πρώτο μυθιστόρημα, το οποίο είναι ιλαροτραγωδία. Ποια είναι τα αντίθετα που συγκρούονται στον “Δον Κιχότη”; Η τρέλα και η λογική. Ποια είναι η κατάληξη αυτής της δραματικής σύγκρουσης; Ο τρελός και φαντασμένος Δον Κιχότης βρίσκει τα λογικά του, ο λογικός και προσγειωμένος Πάντσο τρελαίνεται!  Το σατιρικό στοιχείο στον “Δον Κιχότη” είναι σαφές και, με δεδομένο της στενής σύνδεσης της σάτιρας με την αλληγορία, μας επιτρέπει να εντοπίσουμε την αλληγορική δομή αυτού του μυθιστορήματος. Ας δούμε άλλο ένα, πολύ χαρακτηριστικό,  παράδειγμα: Τα “Ταξίδια του Γκιούλιβερ”, του Τζόναθαν Σουίφτ. Την αντίθεση μικρού και μεγάλου μόνο ως αλληγορία μπορούμε την προσλάβουμε –  απεικόνιση της καθημερινής ζωής. Κλείνω την παρέκβαση: η σύγκρουση μεταξύ των αντιθέτων της καθημερινής ζωής, της κοινωνίας, της ιστορίας από τη μια παράγει κωμικά στοιχεία (σάτιρα) και από την άλλη μπορούμε να την αναπαραστήσουμε με  αλληγορικό τρόπο. Επαναλαμβάνω: η αλληγορία και η σάτιρα είναι δίδυμες αδερφές. Θα χαιρόμουν πολύ, εάν δεν λησμονούσατε αυτόν τον κοινό τόπο της θεωρίας της λογοτεχνίας.

ΤΟ ΚΙΒΩΤΙΟ του Άρη Αλεξάνδρου είναι ιλαροτραγωδία, συνδυασμός κωμικού και δραματικού στοιχείου. Ως τραγωδία είναι δράμα, η δομή του οποίου είναι αλληγορική. Το κωμικό στοιχείο είναι σατιρικό: το ΚΙΒΩΤΙΟ είναι αλληγορία και σάτιρα, όπως ο Δον Κιχότης ή τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ – περιορίζομαι σε αυτά που έχω παραθέσει. Δεν είμαι  γνώστης της νεοελληνικής λογοτεχνίας αλλά είμαι της γνώμης ότι δεν υπάρχει άλλο νεοελληνικό μυθιστόρημα στο οποίο ο συνδυασμός αλληγορίας και σάτιρας να έχει φτάσει σε αυτά τα ύψη –  εάν κάνω λάθος, θα ήθελα να μου το υποδείξετε κι εγώ αύριο πρωί πρωί θα πάω να το αγοράσω να το διαβάσω. Αύριο! Βρέχει, πάω να πιω καφεδάκι στο μπαλκόνι, να καπνίσω ένα τσιγαράκι και επιστρέφω.

ΤΟ ΚΙΒΩΤΙΟ, φίλες και φίλοι, είναι ηθικό δράμα –  δεν μπορεί υπάρξει δράμα χωρίς σύγκρουση αντιθέτων. Ενώ δεν πρόκειται για σύγκρουση μεταξύ αμαρτίας και αρετής ούτε μεταξύ πάθους ή τρέλας και λογικής, παραμένει στο πεδίο της ηθικής. Ο Άρης Αλεξάνδρου γνώριζε την αντίθεση μεταξύ ισχύος και ηθικής, γνώριζε τα όρια της ισχύος, είχε επίγνωση της ισχύος, του μεγαλείου μάλλον,  της ηθικής. Βέβαια η ηθική δεν αρκεί αλλά δεν μπορούμε να την παραβλέψουμε, σε καμιά περίπτωση. Τα αντίθετα που συγκρούονται στο ΚΙΒΩΤΙΟ είναι τα μέσα και οι σκοποί. Εάν δεν υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ μέσων και σκοπών, τότε προκαλούνται ασυμβίβαστες και αξεπέραστες αντιφάσεις, οι οποίες προκαλούν κωμικές καταστάσεις –  στο ΚΙΒΩΤΙΟ μεταπλάθονται σε σπαρταριστή, οξύτατη, ανελέητη σάτιρα. Δεν μας επιτρέπεται να οραματιζόμαστε μια άλλη κοινωνία (σκοπός) και τα μέσα που μεταχειριζόμαστε να τον υποσκάπτουν και να τον υπονομεύουν: συνταγή αναπόφευκτης και οδυνηρής ήττας. Δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε τη βία όπως ο αντίπαλος, να μιμούμαστε στον αντίπαλο ως προς τον τρόπο οργάνωσης (ιεραρχία και γραφειοκρατία) και ως προς τις μεταξύ μας σχέσεις. Σε αυτή την περίπτωση τα μέσα και οι σχέσεις μεταξύ αυτών που μεταχειρίζονται αυτά τα μέσα γίνονται φέρετρο (” κι αν νομίζετε λοιπόν πως θα γεμίσει το κιβώτιο με το πτώμα μου, τι περιμένετε και δε με στήνετε στα έξι μέτρα . . .”). Αυτή είναι η αλληγορική διάσταση του ΚΙΒΩΤΙΟΥ: το κιβώτιο είναι τα μέσα και οι σχέσεις μεταξύ αυτών που το μεταφέρουν για να νικήσουν. Κι αν αυτό, τα μέσα και οι σχέσεις που γίνονται φέρετρο,  δεν είναι δηκτική σάτιρα, τι είναι;

Η δραματική σύγκρουση μεταξύ των αντιθέτων, μεταξύ των μέσων και του σκοπού, είναι η πηγή από την οποία αναβρύζουν όλα τα ερωτήματα που μας θέτει ο Άρης Αλεξάνδρου. Τα ερωτήματα αυτά τα έχω διατυπώσει και τα έχω εξετάσει πολλές φορές, δεκαπέντε χρόνια τώρα που υπάρχει η Ανωτάτη Σχολή Κακών Τεχνών, θα τα διατυπώσω όμως άλλη μια φορά. Τα ερωτήματα είναι ενοχλητικά. Το ίδιο ενοχλητικές είναι και κάποιες από τις απαντήσεις που δίνω. Να το πρώτο: μπορούμε να γίνουμε πιο ισχυροί από το κράτος; Γιατί το θέτουμε αυτό το ερώτημα; Εάν θέλουμε μια άλλη κοινωνία, θα βρούμε μπροστά μας το κράτος, το οποίο είναι η υπέρτατη ισχύς, δεν υπάρχει τίποτα πιο ισχυρό από το κράτος. Εάν θέλουμε μια άλλη κοινωνία θα πρέπει να νικήσουμε το κράτος, να γίνουμε πιο ισχυροί από αυτό. Μπορούμε; Μπορούμε να γίνουμε πιο ισχυροί στρατιωτικά, οικονομικά και ιδεολογικά; Μπορούμε να συγκροτήσουμε μια οργάνωση που να είναι πιο ισχυρή, σε όλα αυτά τα επίπεδα, από την οργάνωση του κράτους; Εκθέτω ευθέως την απάντησή μου: όχι,  δεν μπορούμε. Κάποιοι και κάποιες υποστηρίζουν ότι μπορούμε, ότι θα μπορέσουμε στο μέλλον. Θα μπορέσουμε; Πάντως μέχρι τώρα δεν μπορέσαμε – είδαμε πώς εξελίχθηκαν οι λίγες εξαιρέσεις. Και τι θα γίνει, εάν μπορέσουμε; Είδαμε πώς εξελίχθηκε η κατάσταση, όταν μπορέσαμε. Εάν γίνουμε πιο ισχυροί (στρατιωτικά, οικονομικά και ιδεολογικά) από το κράτος, θα συγκροτήσουμε ένα άλλο κράτος και μια άλλη άρχουσα τάξη θα συγκροτηθεί. Είμαστε λοιπόν καταδικασμένοι; Όχι, δεν είμαστε καταδικασμένοι: εάν δεν επιδιώξουμε να γίνουμε πιο ισχυροί από το κράτος. Θα πρέπει να βρούμε άλλο τρόπο; Ποιος είναι αυτός;

ΤΟ δεύτερο ερώτημα είναι συνέπεια των απαντήσεων που δίνουμε στο πρώτο: πώς αλλάζει η κοινωνία, ή πώς μπορούμε να αλλάξουμε την κοινωνία; Κάποιοι και κάποιες, δεν είναι λίγοι και λίγες, υποστηρίζουν ότι θα υλοποιήσουμε ένα όραμα, ένα φαντασιακό, ένα ιδανικό, ένα σχέδιο που θα είναι αποτέλεσμα μιας οραματικής  σκέψης –  δεν την χαρακτηρίζω ουτοπική, αν και δεν είναι λίγοι αυτοί που παραμένουν ερωτευμένοι με την ουτοπία. Μέχρι τώρα δεν μπορέσαμε να αλλάξουμε με αυτόν τον τρόπο την κοινωνία, η οποία έχει αλλάξει πολλές φορές. Η κοινωνία μας είναι καπιταλιστική, δεν είναι φεουδαρχική. Και η φεουδαρχική κοινωνία δεν ήταν δουλοκτητική. Πώς άλλαξε; Με την υλοποίηση κάποιου οράματος των ισχυρών; Των αδυνάμων υποτελών δεν ήταν πάντως. Μήπως αλλάζει με την επισήμανση, κατανόηση και επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η κοινωνία; Τι εννοούμε όταν λέμε, θέλουμε μια άλλη κοινωνία, θέλουμε να αλλάξουμε την κοινωνία; Δεν εννοούμε ότι θέλουμε να επιλύσουμε τα προβλήματα που μας ταλαιπωρούν και μας ταλανίζουν; Μήπως η κοινωνία αλλάζει ως αποτέλεσμα πολλών και μικρών αλλαγών που εκβάλλουν σε κομβικό ιστορικό χρόνο, που με τη σειρά του παράγει γεγονότα και συμβάντα;

ΤΟ τρίτο ερώτημα: υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούμε να αλλάξουμε, όσο και να το θέλουμε, όσο ισχυροί και να είμαστε; Εάν υπάρχουν, τότε η βούλησή μας έχει όρια και περιορισμούς. Είναι βέβαιο ότι υπάρχουν. Είμαστε κληρονόμοι ιστορικών κοινωνιών και η ιστορία μας θέτει όρια και περιορισμούς. Δεν μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε-  ούτε οι ισχυροί Κύριοι ούτε οι αδύναμοι υποτελείς.

ΠΟΙΟΙ αλλάζουν την κοινωνία, ποιοι την άλλαξαν; Αυτό είναι το τέταρτο ερώτημα. Κάποτε ήμασταν τροφοσυλλέκτες, μετά παραγωγοί της τροφής. Ήθελαν να αλλάξουν την κοινωνία οι τροφοσυλλέκτες και έγιναν γεωργοί και κτηνοτρόφοι; Όχι, σε καμιά περίπτωση.  Η κοινωνία όμως άλλαξε κι αυτοί την άλλαξαν, χωρίς να το θέλουν χωρίς να το γνωρίζουν. Το μόνο που ήθελαν ήταν περισσότερη ενέργεια, περισσότερους υδατάνθρακες (σιτάρι, ρύζι, καλαμπόκι και άλλα)  και λιπαρές τροφές. Ποιος ήθελε, ποιος επεδίωξε, ποιος γνώριζε ότι θα προκύψει μια κατάσταση, για το σήμερα λέω, στην οποία η πλειονότητα του πληθυσμού (60% –  τείνει να αυξηθεί) δεν θα συμμετέχει στην παραγωγή του κοινωνικού πλούτου ενώ στο παρελθόν συμμετείχε όλος ο πληθυσμός; (92-97%);  Οι πρώτοι καπιταλιστές ήθελαν να αλλάξουν την κοινωνία και να την κάνουν καπιταλιστική; Όχι, βέβαια –  δεν το ήθελαν και δεν γνώριζαν ότι η κοινωνία θα αλλάξει και θα γίνει καπιταλιστική. Κι αν θέσω το ερώτημα, ποια περίοδος στην ιστορία του ανθρώπινου γένους ήταν η πιο κοσμογονική, πότε έγιναν οι πιο πολλές και οι πιο κρίσιμες αλλαγές, τι θα απαντήσουμε; Δεν θα πούμε ότι ήταν η τριακονταετία 1880-1910; Αυτό θα πούμε – τι άλλο να πούμε; Τότε ετέθησαν τα θεμέλια της σημερινής κοινωνίας –  ηλεκτρισμός, τηλέφωνο, ραδιόφωνο, αυτοκίνητο, αεροπλάνο, κινηματογράφος, χημεία, φυσική. Και τι έγινε αμέσως μετά (1915-1945); Ακολούθησε μια τριακονταετία κατά τη διάρκεια της οποίας έγιναν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι μεταξύ κρατών και εμφύλιοι πόλεμοι και επαναστατικές εξεγέρσεις σε όλες τις καπιταλιστικές κοινωνίες! Η πιο αιματηρή και καταστροφική και εξοντωτική περίοδος της ιστορίας του ανθρώπινου γένους! Εποχή των πιο μεγάλων και κοσμογονικών νικών της εργατικής τάξης, στις οποίες οφείλουμε αυτό που είμαστε και τον τρόπο που ζούμε –  μείωση χρόνου εργασίας, συντάξεις, ταμείο ανεργίας, κοινωνικές υπηρεσίες, δωρεάν εκπαίδευση, ελευθερίες, έστω αστικές, και άλλα πολλά. Μην τα ξεχνάμε!

ΘΑ θέσω άλλο ένα ερώτημα, το πιο κρίσιμο, και θα ήθελα να το σκεφτείτε. Απαντήστε όπως θέλετε, αρκεί να το σκεφτείτε. Αυτή η τριακοντατία των πολέμων και των επαναστατικών εξεγέρσεων, αυτός ο κομβικός και συμπυκνωμένος ιστορικός χρόνος,  προέκυψε έτσι ξαφνικά ή ήταν το τελικό αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας διαδικασίας; Και πόσο μακροχρόνιας; Θα εκθέσω τη δική μου γνώμη: ήταν το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που οι αρχές της ανάγονται στα τέλη του 18ου αιώνα και διατρέχει όλον τον 19ο, όταν άρχισε η βιομηχανική επανάσταση, όταν εμφανίστηκε ο βιομηχανικός καπιταλισμός. Θα διατυπώσω τώρα ένα ακόμα πιο κρίσιμο ερώτημα. Οδεύουμε, θα εμφανιστεί στο μέλλον και πάλι κάποιος κομβικός, συμπυκωμένος ιστορικός χρόνος; Είμαι βέβαιος ότι θα θέλατε να διαβάσετη τη γνώμη μου. Θα την πω χωρίς να φοβηθώ ή να κρύψω κάτι: ναι, οδεύουμε προς κάποιον κομβικό ιστορικό χρόνο –  ο οποίος θα προκαλέσει γεγονότα και συμβάντα κοσμογονικά, καταστροφικά και δημιουργικά. Πότε; Μεταξύ 2035 και 2070.

ΠΡΟΤΕΙΝΩ να προετοιμαστούμε. Αν και εγώ δεν θα ζω –  οπότε και να διαψευστώ, klein mein.

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Δεν το ξέρω. Πιθανόν να ζω, πιθανόν όμως και όχι. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να ξέρω, ποια από τα δύο αυτά πιθανά είναι πιθανό. (Μεταξύ μας, μην το πεις σε άλλους, θα ζω και θα γράφω, μα την Παναγία – εάν δεν πεθάνω αύριο!)