in θεωρία επανάστασης, κοινωνικός πόλεμος

Γαλλία: άλλα δύο χρόνια δουλειά, δεν πειράζει, έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε να κάνουμε και τίποτα!

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΣΤΙΣ αλλεπάλληλες μονοήμερες εβδομαδιαίες απεργίες που γίνονται στη Γαλλία για να ακυρωθεί ο νόμος για την συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση (από τα 62 στα 64) συμμετέχει, μας λένε τα γαλλικά συνδικάτα, το 15% των εργαζομένων και αυτό το 15% είναι όλοι δημόσιοι και κρατικοί  υπάλληλοι, εκ των οποίων δεν απεργούν όλοι. Γιατί δεν απεργεί, και δεν διαδηλώνει, ο ιδιωτικός τομέας, η εργατική τάξη, το βιομηχανικό προλεταριάτο, το οποίο είναι μεν κοινωνική μειονότητα αλλά δεν παύει να είναι ακόμα μια άξια λόγου κοινωνική οντότητα; Ένα άλλο ερώτημα, υπόθεση εργασίας: τι θα γινόταν, εάν ο εργασιακός βίος δεν παρατεινόταν δύο αλλά είκοσι χρόνια,  από τα 62 στα 82; Θα απεργούσαν; Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία –  θα κηρυσσόταν γενική απεργία διαρκείας και θα συμμετείχαν όλες και όλοι. Μια δίχρονη όμως παράταση τη δέχτηκαν αδιαμαρτύρητα.

ΕΡΩΤΗΣΗ κοινωνιολογικής έρευνας: κάθε πρωί βρίσκεις  κάτω από το μαξιλάρι σου πενήντα ευρά· τι θα έκανες, θα πήγαινες στη δουλειά σου (για το μεροκάματο, για τον μισθό, διευκρινίζω) ή όχι; Η ερώτηση αυτή δεν είναι δική μου επινόηση, η έρευνα έχει γίνει, δεν θυμάμαι πότε ακριβώς και πού (πριν κάνα δύο δεκαετίες στην Ευρώπη). Δεν τα έχω καθόλου καλά με αρχεία και παραπομπές. Θυμάμαι όμως τα αποτελέσματά της: το 45% ή το 55%, δεν θυμάμαι ακριβώς, θα πήγαινε στη δουλειά. Θα γνωρίζετε ότι ένας μεγάλος αριθμός εργαζομένων παθαίνει κατάθλιψη τις μέρες που δεν εργάζεται γιατί δεν ξέρει τι να κάνει –  για να περάσει η ώρα και η μέρα πλένει το αυτοκίνητο δύο φορές και μάλιστα τη δεύτερη φορά πιο σχολαστικά. Τη μεγάλη κατάθλιψη την παθαίνουν οι συνταξιούχοι: όχι λόγω ηλικίας αλλά λόγω απραγίας.

ΟΙ μισοί δεν θα πήγαιναν στη δουλειά και μεταξύ αυτών συγκαταλεγόμαστε κι εσείς κι εγώ. Από την ηλικία των έντεκα ετών μέχρι σήμερα (65) δεν έκανα τίποτα άλλο στη ζωή μου από το να δουλεύω όσο γίνεται λιγότερο, να αποφεύγω όσο γίνεται περισσότερο το μεροκάματο,  και, κατά συνέπεια, να αποφεύγω την κατάρα που λέγεται επάγγελμα. ‘Εφτασα στο σημείο να δουλεύω τρεις μήνες το χρόνο (εργάτης γης), ποτέ όμως δεν δούλεψα πάνω από έξι μήνες. Ποτέ! Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τη σημερινή αναλογία μεταξύ αυτών που θα πήγαιναν και αυτών που δεν θα πήγαιναν στη δουλειά, εάν έβρισκαν κάθε πρωί το μεροκάματό τους κάτω από το μαξιλάρι –  οι περισσότεροι δεν θα πήγαιναν, νομίζω, και μάλιστα οι νέοι. Όποια και να είναι το ερώτημα παραμένει: γιατί άλλοι θέλουν να πάνε στη δουλειά κι άλλοι όχι; Όλοι και όλες την γνωρίζουμε την απάντηση: αυτοί που πάνε στη δουλείά, πάνε γιατί αφενός δεν έχουν τι να κάνουν και αφεδύο δεν δουλεύουν σε ανθρακωρυχείο, δεν κάνουν κάποια πολύ εξαντλητική και ανθυγιεινή δουλείά. Κάποιοι όμως ακόμα και σε αυτή την περίπτωση θα πήγαιναν. Θα λέγαμε ότι πάσχουν από εργασιακό ιδρυματισμό, αντίστοιχο του σωφρονιστικού ιδρυματισμού.

Ο εργαζόμενος, η εργαζόμενη που δεν έχει τι να κάνει και πάει στη δουλειά όχι μόνο για το μεροκάματο/μισθό αλλά και για να περάσει η ώρα και η μέρα και τα χρόνια. Το γεγονός ότι δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο σημαίνει ότι δεν μπορεί να συνάψει σχέσεις με άλλους και άλλες ή ο αριθμός των σχέσεων έχει συρρικνωθεί στο ελάχιστο, ότι είναι κοινωνικά ανάπηρος ή κατεστραμμένος. Κατά συνέπεια, οι συναισθηματικές του ανάγκες και δεξιότητες έχουν συρρικνωθεί στο ελάχιστο. Οι σωματικές του δεξιότητες έχουν περιοριστεί στις κινήσεις της δουλειάς και στην ακινητοποιημένη ανάπαυση σε πολυθρόνα  μπροστά στην τηλεόραση ή τον υπολογιστή. Οι διανοητικές του δεξιότητες έχουν κι αυτές συρρικνωθεί στο ελάχιστο, τόσο ώστε να μπορεί να παρακολουθεί τηλεπαιχνίδια γνώσεων και να είναι βέβαιος ότι το Καρπενήσι δεν είναι νησί του Αιγαίου αλλά του Ιουνίου πελάγους. Ο άνθρωπος αυτός έχει υποστεί μια μακροχρόνια  λειτουργική καταστροφή –  μπορεί να δουλέψει (λειτουργική) αλλά δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο (καταστροφή).

Η εργατική τάξη, το βιομηχανικό προλεταριάτο (ναι, ναι, υπάρχει ακόμα, αν και συρρικνώνεται διαρκώς και αναμένεται η συρρίκνωση να επιταχυνθεί τις δύο προσεχείς δεκαετίες) είναι μια λειτουργικά κατεστραμμένη κοινωνική τάξη. Η πλειονότητα (όχι των εργαζομένων γενικά αλλά του βιομηχανικού προλεταριάτου) δεν ξέρει και δε θέλει να κάνει κάτι άλλο πέρα από το να εργάζεται, όσο κι αν δυσφορεί. Η λειτουργική καταστροφή είναι μεγαλύτερη όσο μεγαλύτερη είναι η ηλικία του. Όποιος και όποια πιαστεί από τον ιστό της αράχνης, της μισθωτής εργασίας, που συνεχίζει και ολοκληρώνει τη λειτουργική καταστροφή, δεν μπορεί εύκολα να ξεφύγει –  είναι μεγάλη η ομοιότητα με τους αρνητές της μισθωτής εξαρτημένης εργασίας, που έχουν πιαστεί από τον ιστό της δικαιοσύνης και του σωφρονοστικού εγκλεισμού. Μεροκάματο ή ληστεία τράπεζας; Εργοστάσιο ή φυλακή;

ΔΕΝ γνωρίζω τις συνθήκες που επικρατούν στα γαλλικά εργοστάσια και βιομηχανίες, γενικά στον ιδιωτικό τομέα. Γνωρίζω όμως πολύ καλά τι γίνεται στα ελληνικά εργοστάσια και στον ιδιωτικό τομέα –  γνωρίζω πολλούς προλετάριους της βιομηχανίας. Όπως και στη Γαλλία,  στις γενικές απεργίες που γίνονται κατά καιρούς δεν συμμετέχει ο ιδιωτικός τομέας, σε ποσοστό 100%, αλλά μόνο ένα μέρος, μικρό μάλλον, των κρατικών και δημοσίων υπαλλήλων. Η ομοιότητα αυτή με βάζει σε σκέψεις –  μήπως υπάρχουν κοινά σημεία μεταξύ της κατάστασης στη Γαλλία και στην Ελλάδα; Δεν το γνωρίζω, θα ήθελα πολύ να το μάθω. Είναι και στη Γαλλία, όπως στην Ελλάδα, ένας στους δύο εργάτες ρουφιάνος; Αν έχει κάποια αξιοπρέπεια και δεν είναι, είναι βέβαιο ότι έχει συνδέσει άρρηκτα το μέλλον του με το μέλλον της βιομηχανίας ή της επιχείρησης που εργάζεται. Είναι μέλος της οικογένειας –  πατέρας είναι το αφεντικό, ο “εργοδότης”. Όλοι οι εργάτες και οι εργάτριες γνωρίζουν ότι ό,τι και να πουν, καλό ή κακό, το αφεντικό, η εργοδοσία θα το μάθει. Γνωρίζουν ότι εάν απεργήσουν, την άλλη μέρα θα απολυθούν. Δεν απεργούν μόνο γιατί φοβούνται την απόλυση αλλά γιατί η απεργία είναι προδοσία. Ρουφιάνοι, ναι, να είμαστε, όχι όμως προδότες.

ΜΕΤΑ από όλα αυτά και συγκρινόμενη με τις άλλες κατηγορίες εργαζομένων, δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, του πρεκαριάτου, λόγου χάριν, (των επισφαλώς και περιστασιακώς εργαζομένων), μας επιτρέπεται να διατυπώσουμε την άποψη ότι η εναπομείνασα εργατική τάξη, το εναπομείναν βιομηχανικό προλεταριάτο είναι, εξαιρουμένης της ανύπαρκτης πλέον αγροτικής τάξης, η πιο καθυστερημένη και συντηρητική κοινωνική τάξη. ‘Εχει συνδέσει το μέλλον της με το μέλλον του καπιταλισμού και θα στραφεί εναντίον του, και εναντίον της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, μόνο εάν διακυβευθούν ζωτικά της συμφέροντα (δραστική αύξηση του χρόνου εργασίας, δραστική μείωση μεροκάματου/μισθού, άμεση ή έμμεση [πληθωρισμός]). Η πολιτική της συμπεριφορά δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας: στρέφεται ολοένα και πιο μαζικά και αποφαστικά σε ακροδεξιά και νεοναζιστικά κόμματα –  θα επιβεβαιωθεί αυτό όταν η Λεπέν εκλεγεί πρόεδρος της Γαλλικής δημοκρατίας, η οποία βέβαια δεν θα ακυρώσει το νόμο της παράτασης του εργασιακού βίου στα 64, αν γίνει νόμος του κράτους. Ηθική της εργασίας, ξενοφοβία, σεξισμός, ρατσισμός, ομοφοβία –  αυτές είναι οι βασικές τη συμπεριφορές. Δεν είναι μόνο λειτουργικά κατεστραμμένη, καθυστερημένη και συντηρητική-  είναι και αντιδραστική.

Ο κοινωνικός χώρος που θα μπορούσε να αντιδράσει στη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση αδιαφόρησε πλήρως. Όχι μόνο το βιομηχανικό προλεταριάτο, όλος ο ιδιωτικός τομέας. Οι συντονιστές της λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού και της αναπαραγωγής της καπιταλιστικής κοινωνίας ήταν βέβαιοι ότι δεν θα αντιδράσουν, ότι δεν θα προχωρήσουν σε γενικά απεργία διαρκείας, είχαν λοιπόν τα νώτα τους καλυμμένα. Ο άλλος αντίπαλος, οι κρατικοί και δημόσιοι υπάλληλοι, δεν μπορούν να κάνουν γενική απεργία διαρκείας –  το κράτος θα περιμένει απλά να τη σταματήσουν μετά από λίγες μέρες, αφού πρώτα στρέψουν όλη τη κοινωνία εναντίον τους. Οι δημόσιοι και κρατικοί υπάλληλοι δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς τον μισθό που τους καταβάλλει το κράτος, είναι εξαρτημένοι από αυτό. Αυτός είναι ο λόγος  που το μόνο που κάνουν είναι μια μονοήμερη κάθε βδομάδα: και ο σκύλος χορτάτος και η πίτα ολόκληρη: και η λειτουργία του κράτους και της κοινωνίας δεν διασαλεύεται και ο μισθός τους δεν μειώνεται.

Ο συνδυασμός της αδιαφορίας του ιδιωτικού τομέα με την αδυναμία των κρατικών και δημόσιων υπαλλήλων να στραφούν κατά του χεριού που τους ταΐζει επιφέρει τα αποτελέσματα που όλοι και όλες γνωρίζουμε εδώ και δεκαετίες. Το δράμα ολοκληρώνεται με την εμμονή του αγωνισμού να διεξαγάγει τον κοινωνικό πόλεμο ως πόλεμο μετωπικής επίθεσης και αιφνιδιασμού,  ως πόλεμο ελιγμών και κινήσεων, με μια οργάνωση και όπλα που θυμίζει σχηματισμούς μάχης του 18ου και 19ου αιώνα και με απουσία στόχων. Και μετά από όλα αυτά, ας ξαναθυμηθούμε τα λόγια του Βάλτερ Μπένγιαμιν κι ας πάμε να σκάψουμε στον κήπο και να φυτέψουμε σπανάκι και κρεμμυδάκια: Ακόμη και οι νεκροί δεν θα γλυτώσουν από τον εχθρό αν νικήσει· και αυτός ο εχθρός δεν έχει ακόμα πάψει να νικά ( η υπογράμμιση με πλάγια του Μπένγιαμιν).

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Γεια στο στομα σου.
    Εργατια αγροτια Παπαδοπουλο ξανα!