φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Το σημείωμα το αφιερώνω στον Γιώργο και τον Γιώργο (ριφιφί).
Δεν θα ήθελα να ήμουν ούτε δούλος ούτε δουλοπάροικος ούτε εργάτης. Το τί θέλουμε όμως και το τί δεν θέλουμε πολύ συχνά δεν έχει καμιά απολύτως σημασία. Είμαι στο μεροκάματο από τα έντεκά μου – σαράντα τέσσερα χρόνια, αν και ποτέ δεν δούλεψα πάνω από έξι μήνες το χρόνο. Στο ερώτημα του τίτλου απαντώ ως εξής – οφείλουμε να απαντήσουμε, έχει πολύ μεγάλη σημασία, και θα δούμε γιατί: θα ήθελα να ήμουν δουλοπάροικος παρά εργάτης· θα ήθελα να ήμουν εργάτης παρά δούλος. Γιατί αυτή η προτίμηση; Ποια είναι η δική σας; Και δεν εννοώ μόνο του Γιώργου και του Γιώργου.
Πέμπτη 27/6/13
Είναι τέσσερις και μισή. Σε μια ώρα θα πάω να ποτίσω τα φασόλια και τα καρπούζια, με τον κουβά, από ένα ρυάκι που τρέχει όλο το χρόνο δίπλα στο χωράφι και στις εφτά θα πάω σε ένα χωράφι στους πρόποδες του βουνού για να το οργώσει ένας γνωστός από το χωριό κι εγώ θα μείνω να καθαρίσω τις πέτρες και ρίζες. Θα πάρω μαζί μου δυο αβγά βραστά, μας έφερε καμιά εικοσαριά ο γείτονας που ο γιος του παίζει με τα παιδιά μας και τρώει στο σπίτι μας όταν τον βρει το μεσημέρι, μια ντομάτα από τον κήπο, ψωμί δικό μας και λίγες ελιές. Εργάζομαι όπως θέλω, χωρίς ρολόι, κάθομαι να ξεκουραστώ όποτε θέλω και φεύγω όποτε θέλω. Το πόσο υποφέρω στο μεροκάματο και υπό το βλέμμα του Κυρίου, δεν μπορείτε να το φανταστείτε, ίσως και να μπορείτε. Ξέρετε ποιός είναι ο πόνος μου; Ότι εργάζομαι μόνος μου. Έρχεται μαζί μου καμιά φορά η Τασούλα, αλλά καμιά φορά, δεν είναι και λίγος ο μόχθος του νοικοκυριού και μάλιστα μετά από μετακόμιση. Πόσο θα ήθελα να ήταν ένας φίλος να εργαζόμασταν μαζί! Πόσο θα ήθελα το μεσημέρι να πίναμε μαζί ένα τσιπουράκι και το βραδάκι να στρίβαμε ένα τσιγαράκι και να τα λέγαμε!