αδρομερές σκιαγράφημα δυο ιστοριών του ανθρώπινου γένους
There are 175 posts filed in αδρομερές σκιαγράφημα δυο ιστοριών του ανθρώπινου γένους (this is page 18 of 18).
πότε και γιατί αρχίσαμε να γελάμε;
Εκτός από τον πόλεμο και την επίγνωση του θανάτου, φίλες και φίλοι, υπάρχει ένα ακόμα χαρακτηριστικό που μας διαφοροποιεί από τα ζώα: πρόκειται για το γέλιο. Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που γελάει (και κλαίει – με το κλάμα θα καταπιαστούμε προσεχώς). Πως προέκυψε αυτή η συμπεριφορά; Πότε, κάτω από ποιες συνθήκες; Πριν απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, θα πρέπει να διατυπώσουμε την υπόθεση ότι θα πρέπει να υπάρχει κάποια σχέση, γενετική, ανάμεσα σε όλα αυτά τα ιδιαίτερα ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Εάν είναι έτσι, θα πρέπει να αναζητήσουμε τη σχέση του γέλιου με τον πόλεμο και την επίγνωση του θανάτου.
Όταν γελάμε, ανοίγουμε το στόμα μας και δείχνουμε τα δόντια μας. Αυτό κάνει και το ζώο όταν αγριεύει και θέλει να εκφοβίσει τον αντίπαλο. Κι εμείς, όταν θέλουμε να εκφοβίσουμε τον άλλον, στο παιχνίδι ή σε αστεϊσμό, κάνουμε μια γκριμάτσα, ένα μορφασμό ζωικού εκφοβισμού δείχνοντας τα δόντια μας. Ο άνθρωπος δεν διαθέτει μορφασμό εκφοβισμού – προφανώς ως ζώο κάποτε διέθετε. Τι απέγινε αυτός ο μορφασμός; Το ζώο εκφοβίζει με το άνοιγμα του στόματός του και τη δείξη των δοντιών του – ο άνθρωπος δεν το κάνει. Ο άνθρωπος γελάει ανοίγοντας το στόμα του και δείχνοντας τα δόντια του – το ζώο δεν το κάνει. Συμπέρασμα: το γέλιο είναι μετεξέλιξη του ζωικού μορφασμού του εκφοβισμού – εκφοβισμός που εμπεριέχει και μεγάλες δόσεις φόβου. Πότε συνέβη αυτή η μετεξέλιξη και ποιο λόγο;
πότε, γιατί, πως μάθαμε ότι θα πεθάνουμε;
φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα.
Είχα γνωρίσει κάποτε δυο άνδρες που πίστευαν ότι δεν θα πεθάνουν. (Γυναίκες δεν έχω γνωρίσει. . .) Το επιχείρημά τους: δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτό που συνέβη σε όλους τους άλλους θα συμβεί και σε μένα. Ο ένας, Γερμανός, κάηκε μέσα στη Πόρσε του. Ο άλλος, Έλληνας, ιδιοκτήτης ξενοδοχείου, δεν ξέρω τι απέγινε, αλλά, εάν ζει, θα είναι πολύ γέρος. Εάν δεν ζει, θα βλέπει τα ραδίκια ανάποδα. Όλοι οι άλλοι και όλες οι άλλες γνωρίζουμε και είμαστε βέβαιοι ότι θα πεθάνουμε. Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που γνωρίζει ότι θα πεθάνει. ‘Οταν είναι παιδί δεν το γνωρίζει και μας επιτρέπεται να ισχυριστούμε ότι τα παιδιά είναι πιο κοντά στα ζώα παρά στον άνθρωπο. Άνθρωπος γίνεται όταν θα μάθει και θα συνειδητοποιήσει ότι θα πεθάνει. Αργούμε να αποκτήσουμε αυτή τη γνώση, την επίγνωση θα έλεγα, και δεν την αποκτούμε αιφνίδια και ακαριαία αλλά αργά και σταδιακά. Δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι πρόκειται για μια οδυνηρή εμπειρία (ωρίμανση). Το ότι τα παιδιά μοιάζουν με τα ζώα σε αυτό το σημείο φαίνεται από το γεγονός της υποκατάστασης των παιδιών από τα ζώα – τα οποία παραμένουν πάντα παιδιά μιας και δεν αποκτούν ποτέ την επίγνωση ότι θα πεθάνουν. (Η διαίσθηση ότι θα πεθάνουν λίγο πριν συμβεί δεν είναι επίγνωση θανάτου). Είχα γνωρίσει ένα ζευγάρι, που ζούσε σε ένα σπίτι με 30 δωμάτια και 9 μπάνια που έπασχε από κατάθλιψη και ο ψυχίατρος τους συνέστησε να πάρουν κάποια σκυλιά ή γάτες για συντροφιά. Εγείρεται λοιπόν ένα πολύ σημαντικό ερώτημα: πως αποκτήσαμε την επίγνωση του θανάτου, πως μάθαμε ότι θα πεθάνουμε; Προφανώς δεν ήμασταν άνθρωποι όταν δεν γνωρίζαμε ότι θα πεθάνουμε. Υπάρχει συνείδηση χωρίς την επίγνωση του θανάτου;
Αναπτύχθηκε η σκέψη μας τόσο, λόγω της εργασίας όπως διατείνονται πολλοί ανθρωπολόγοι (και οι μαρξιστές), που καταφέραμε να αντιληφθούμε, να συνειδητοποιήσουμε ότι μια μέρα θα πεθάνουμε; Όλες οι γνώσεις προέρχονται από τη σκέψη ή από άλλες γνώσεις; Ας υποθέσουμε, προς ώρας, ότι είναι έτσι, κι ας στρέψουμε τη προσοχή μας σε μια άλλη ριζική διαφορά που έχουμε με τα ζώα: τον πόλεμο. Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που πολεμάει – κανένα ζώο δεν πολεμάει, δεν οργανώνεται συλλογικά για να απομακρύνει, αντιμετωπίσει, τραυματίσει ή θανατώσει με όπλα κάποιους άλλους από το είδος του που είναι κι αυτοί οργανωμένοι συλλογικά και οπλισμένοι. Προφανώς δεν ήμασταν άνθρωποι όταν δεν πολεμούσαμε. Η διεκδίκηση ανάμεσα σε μέλη του ίδιου είδους, για χώρο, τροφή ή σεξουαλικό ταίρι, δεν είναι πόλεμος – νομίζω πως αυτό είναι σαφές. Και γεννάται το μείζον ερώτημα: πως καταλήξαμε στο σημείο να αρχίσουμε να πολεμάμε; Γιατί να θέλουμε να σκοτώσουμε συλλογικά κάποιους άλλους; Γιατί αυτή η πρακτική διαιωνίστηκε; Γιατί ο άνθρωπος είναι ( ή μπορεί να γίνει) το πιο βίαιο, το πιο βάναυσο, το πιο σκληρό ζώο;
πολιτισμός είναι ο περιορισμός της επιθυμίας της αλληλοβοράς
φίλες και φίλοι, γεια σας και χαρά σας
Μας ξυπνάει το ξυπνητήρι, πίνουμε καφέ, πάμε στη δουλειά μας με το αυτοκίνητο, επιστρέφουμε χωρίς να γλιτώσουμε το μποτιλιάρισμα, βλέπουμε τις ειδήσεις στη τηλεόραση, κοιμόμαστε· εάν ζούσαμε στον Μεσαίωνα, το καθημερινό μας πρόγραμμα θα ήταν διαφορετικό, όπως κι αν ζούσαμε στην αρχαία Ρώμη, σε ένα κινέζικο χωριό της ίδιας εποχή, στην έρημο Καλαχάρι, κλπ. Θα ζούσαμε διαφορετικά: θα εργαζόμασταν, θα μετακινούμασταν, θα μιλούσαμε, θα χορεύαμε, θα παίζαμε διαφορετικά. Τι θα ήμασταν όμως υποχρεωμένοι να κάνουμε σε όποια κοινωνία κι αν ζούσαμε, σε οποιαδήποτε εποχή; Να περιορίσουμε την επιθυμίας μας – και την εξ αυτής προερχόμενη ελευθερία. (Για λόγους συντομίας θα την αποκαλώ σκέτη “ελευθερία”, έχοντας την βεβαιότητα ότι μετά την παραπάνω διευκρίνιση, την οποία δεν θα ξεχνά ο αναγνώστης, δεν θα υπάρξουν παρερμηνείες). Αυτό και μόνο αυτό θα ήμασταν υποχρεωμένοι να κάνουμε. Αλλά για ποια επιθυμία και ποια ελευθερία πρόκειται; Και τι θα συμβεί εάν δεν την περιορίσουμε αυτή την επιθυμία. Μιας και είμαι βέβαιος ότι οι απαντήσεις είναι πλέον κοινό κτήμα, θα περιοριστώ μόνο να τις συμπυκνώσω όσο πιο απλά γίνεται: εάν δεν περιορίσουμε την επιθυμία και την ελευθερία, ο αλληλοσπαραγμός και η αλληλοβορά θα γενικευτεί τόσο που δεν θα μείνει ούτε ένας άνθρωπος πάνω στη γη.
αδρομερές σκιαγράφημα δυο ιστοριών του ανθρώπινου γένους/πρώτη διάλεξη
φίλες και φίλοι, γεια σας και χαρά σας
Στον κύκλο διαλέξεων που φέρει τον τίτλο αδρομερές σκιαγράφημα δύο ιστοριών του ανθρώπινου γένους θα υποστηρίξουμε την άποψη ότι ενώ το ανθρώπινο γένος είναι ένα, οι ιστορίες του είναι δύο, τις οποίες και θα αφηγηθούμε. Στο “αδρομερές σκιαγράφημα” που θα ακολουθήσει η υποστήριξη της άποψης περί των δύο ιστοριών και η αφήγηση δεν διακρίνονται. Η ίδια η αφήγηση συνιστά την υποστήριξη της άποψης. Σήμερα, και το εννοώ κυριολεκτικά μιας και το παρόν διαρκεί όσο και το μέλλον, δηλαδή πολύ, οι δυο ιστορίες έχουν συμπυκνωθεί, κωδικοποιηθεί και καταγραφεί στην δεινή κατάσταση που βρίσκεται τόσο η ανθρώπινη κοινωνία όσο και η φύση. Η καταστροφή της φύσης και της κοινωνίας, σε βαθμό εξαφάνισης, θα ήταν μια ακόμα, η έσχατη φυσικά, ένδειξη της ύπαρξης δύο ιστοριών. Επειδή οι ιστορίες αυτές είναι ίσης έκτασης, εάν η μία αποδειχτεί σύντομη, σύντομη αναπόφευκτα θα είναι και η άλλη. Εάν η μία ιστορία συμπυκνωθεί, από κάποιους εξωγήινους επισκέπτες φυσικά, στην πρόταση “το ανθρώπινο γένος δεν υπάρχει” η άλλη ιστορία θα συμπυκνωθεί στη πρόταση “το ανθρώπινο γένος υπήρξε”. Επειδή όμως το ανθρώπινο γένος υπάρχει ακόμα, οι δύο ιστορίες έχουν κωδικοποιηθεί στις δύο δυνατότητες που αντιμετωπίζουμε σήμερα: να διαβούμε τα πρόθυρα της Αποκάλυψης (την Κόλαση, όπως θα δούμε, τη ζούμε εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια – εννοώ την συνειδητή αποτροπή της επίλυσης των συσσωρευμένων επί χιλιάδες χρόνια και παγκόσμιων πια κοινωνικών προβλημάτων) ή να διαβούμε τις πύλες του Παραδείσου, δηλαδή να επιλύσουμε τα συνεχώς πολλαπλασιαζόμενα και επιδεινούμενα κοινωνικά προβλήματα διαθέτοντας όλο το τεράστιο κοινωνικό πλούτο που παράγουμε, τις απέραντες γνώσεις που έχουμε αποκτήσει και τον πλούσιο χρόνο που μπορούμε να έχουμε εργαζόμενοι λίγες μέρες το χρόνο. Κατά συνέπεια, η μια ιστορία είναι η ιστορία της Κόλασης, δηλαδή του κολασμού, της τιμωρίας που επιβάλλεται εξ αιτίας της μη έγκαιρης επίλυσης των κοινωνικών προβλημάτων, και η άλλη είναι η ιστορία του Παραδείσου, της δυνατότητας επίλυσης των προβλημάτων.