Μια μέρα, ένα πρωινό θα ήθελα να παρουσιάσω τους δασκάλους μου κε τις δασκάλες μου. Τους περισσότερους από αυτούς τους συνάντησα μόνο μια φορά, για λίγα λεπτά, δύο (έναν ζητιάνο κι έναν ταξιτζή) για λίγα δευτερόλεπτα, τους θυμάμαι όμως κε τους ανακαλώ στη μνήμη μου πολύ συχνά – χρειάζομαι πολύ συχνά συμβουλές, πολύ συχνά. . .
Ένας δάσκαλός μου ήταν μαθητής στην ΣΤ’ Δημοτικού, στην Παλιά Πεντέλη, στη γειτονιά που εγκατασταθήκαμε το 1969, όταν μεταναστεύσαμε από το χωριό. Εγώ μόλις είχα περάσει στη Φιλοσοφική, ήταν φθινόπωρο του 1976. Με παρακάλεσε ο πατέρας του, νταμαρτζής όπως κε ο πατέρας μου, να του κάνω μερικά μαθήματα γιατί ήταν πολύ ανορθόγραφος. Με τον Α. παίζαμε μπάλα μαζί, είχε μανία με τις μηχανές. Όλη τη μέρα έλυνε και συναρμολογούσε ό,τι μηχανάκι και συσκευή έπεφτε στα χέρια του. Τη πρώτη μέρα είδα τα τετράδιά του κε φρίκαρα! Ούτε μια λέξη σωστή! Του λέω, Α., θα ήθελα μόνο μια λέξη να μάθεις, τίποτα άλλο. Εντάξει, μου λέει, ποια λέξη; Τη λέξη ‘και’, του λέω. Δεν γράφεται ‘κε’ αλλά ‘και’.
Περάσαμε μια ώρα, και παραπάνω, μαθαίνοντας το και. Την άλλη μέρα, ξαναγράφει ‘κε’. Καλά, του λέω, δεν το θυμάσαι; Και μου λέει: Θα το γράφω με ε μέχρι να πεθάνω. Εκεί τελείωσαν κε τα μαθήματα. Την επομένη, του χάρισα ένα ποδήλατο, αγωνιστικό, μου το είχε στείλει ένας θείος μου από τη Γερμανία. Τελείωσε το Δημοτικό κε πήγε δούλεψε σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων.
Εγώ τώρα συμπληρώνω: θα το γράφω με ε μέχρι να πεθάνω – κανένας σας δεν θα μπορέσει να με πείσει ότι πρέπει ντε κε καλά να γράφεται με αι. Πίνω καφεδάκι κε συνεχίζω. Αργεί πολύ να ξημερώσει.