φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Δεν έχω πάει σε πολλές συναυλίες, πολύ λίγες θυμάμαι, τα τελευταία δε είκοσι χρόνια δεν έχω πάει ούτε σε μία. Του Ρόρι Γκάλαχερ όμως στην Αθήνα, τον Σεπτέμβριο του 1981, στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας, δεν πρόκειται να τη ξεχάσω. Η μεγάλη κόρη μου δεν περπατούσε ακόμα και μόλις αποκοιμήθηκε αργά το βράδυ, καβάλησα τη Χόρεξ που είχα και πήγα. Οι πύλες του γηπέδου ήταν ανοιχτές· ο Ρόρι και η μπάντα του έπαιζε, ο περισσότερος κόσμος, ροκάδες και φρικιά, ήταν στον αγωνιστικό χώρο, καθισμένοι σε παρέες, περπατούσαν, έπαιζαν, χόρευαν, μπαινόβγαιναν στο γήπεδο, έπιναν ό,τι μπορείτε να φανταστείτε, ζούσαμε μέσα σε ένα ντουμάνι.
Πάντα κάτι με ενοχλούσε κάθε φορά που παρακολουθούσα συναυλία καθισμένος για ώρες, ακίνητος και σιωπηλός. Με ενοχλούσε που ήμουν καθισμένος, ακίνητος και σιωπηλός. Να βλέπω κάποιον να τραγουδά κι εγώ, μαζί με χιλιάδες άλλουες, να μην τραγουδάω, να είμαι καθισμένος, ακίνητος και σιωπηλός είναι μια κατάσταση που μου προκαλεί μεγάλη δυσφορία. Το θεωρώ ξεπεσμό, κατάντια, κοινωνική και ψυχική εξαθλίωση. Ξέρετε τί μου αρέσει; Να είμαι με παρέα και να τραγουδάμε όλοιες μαζί. Τρελαίνομαι, μα τη Παναγία την Τσουτσουνοφιλούσα. Μου αρέσει να τραγουδάω, δεν θέλω να τραγουδάνε οι άλλοι για μένα. Αλλά δεν τραγουδάω γιατί δεν υπάρχει παρέα – κι άλλα πολλά δεν κάνω γιατί δεν υπάρχει παρέα. Η συναυλία, το πορνό, το γήπεδο, το Κοινοβούλιο, το μπαράκι (το λένε και μαντρί -τη μπάρα, ποτίστρα) είναι ενδείξεις ότι δεν τραγουδάμε πια, δεν γαμάμε, δεν παίζουμε, δεν αποφασίζουμε, δεν διασκεδάζουμε.