25
Είχε νυχτώσει για τα καλά, δεν μπορούσα πια να μελετήσω τη Γιώτα, τη ραψωδία Ι, της Ιλιάδας, την έξοχη Γιώτα – λυπάμαι πολύ, εάν δεν έχετε διαβάσει ένα από τα συγκλονιστικότερα κείμενα της δυτικής λογοτεχνίας – και χάζευα, ξαπλωμένος στο σλίμπιγκ μπαγκ, τ’ αστέρια που βρίσκονταν εκείνη την ώρα πάνω από το γήπεδο του Ορχομενού, όταν ήρθε ο Μαραντόνα να μου πει στ΄ αφτί, βάλε παπούτσια και μόλις δεις τα κορίτσια να πλησιάζουν στο φορτηγό τρέξε σφαίρα κι ανέβα πάνω. Παπούτσια! Δεν είμαστε καλα, σε γάμο θα πάμε; Έκανα πάντα ό,τι μου λέγανε. Έτσι έπρεπε να κάνω, έτσι έκανα – με αγαπούσαν γι΄ αυτό. Τα φόρεσα, ανασηκώθηκα και περίμενα. Και μόλις βλέπω τις γυφτοπούλες να πλησιάζουν στο φορτηγό, και τα γυφτοπαλήκαρα από την άλλη μεριά, τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα και πηδάω πάνω στη καρότσα