“παντρεμέεεεενοι κι οι δύο, γύρνα σεεεεε παρακαλώωωωω” (μαγκαβά μπουτί: έξι μήνες με τους γύφτους)

25

 

Είχε νυχτώσει για τα καλά, δεν μπορούσα πια να μελετήσω  τη Γιώτα, τη ραψωδία Ι, της Ιλιάδας, την έξοχη Γιώτα –  λυπάμαι πολύ, εάν δεν  έχετε διαβάσει ένα από τα συγκλονιστικότερα κείμενα της δυτικής λογοτεχνίας  – και χάζευα, ξαπλωμένος στο σλίμπιγκ μπαγκ,  τ’ αστέρια που βρίσκονταν εκείνη την ώρα πάνω από το γήπεδο του Ορχομενού, όταν ήρθε ο Μαραντόνα να μου πει στ΄ αφτί, βάλε παπούτσια και μόλις δεις τα κορίτσια να πλησιάζουν στο φορτηγό τρέξε σφαίρα κι ανέβα πάνω. Παπούτσια! Δεν είμαστε καλα, σε γάμο θα πάμε; Έκανα πάντα ό,τι μου λέγανε. Έτσι έπρεπε να κάνω, έτσι έκανα –  με αγαπούσαν γι΄ αυτό. Τα φόρεσα, ανασηκώθηκα και περίμενα. Και μόλις βλέπω τις γυφτοπούλες να πλησιάζουν στο φορτηγό, και τα γυφτοπαλήκαρα από την άλλη μεριά, τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα και πηδάω πάνω στη καρότσα

Continue reading

μαγκαβά μπουτί: έξι μήνες με τους γύφτους

               μαγκαβά μπουτί: έξι μήνες με τους γύφτους

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Την πρώτη μέρα

Μου λέει, ο Νικόλας, περίμενε εδώ και θα περάσω να σε πάρω. Κατεβαίνω από το ντάτσουν και κάθομαι σε ένα πάγκο, δίπλα στο σωρό με τα καρπούζια. Ο πιτσιρικάς, ξυπόλυτος, δεν ήταν δέκα χρονών, καθόταν σε μια κουρελού και ψιλοτραγουδούσε, τραγουδομουρμούραγε. Γύφτικο ρετσιτατίβο. Μια στις τόσες, γύριζε να με δει, χαμογελούσε και συνέχιζε το τραγούδι του, το ασταμάτητο, το ατελείωτο. Κάποια στιγμή, μετά από καμιά ώρα, σταματάει μπροστά στη πόστα μια  άσπρη σκονισμένη Μερσεντές και κατεβαίνει ένας κοστουμάτος, στα μαύρα, Έλληνας, σαραντάρης, το πολύ. Γιος βιομηχάνου αλλά παιδί της νύχτας; Επιχειρηματίας τη μέρα, μπίζνες το βράδυ; Θα σας γελάσω. Σηκώνεται ο πιτσιρικάς, ο τύπος ψάχνει με το μάτι, και διαλέγει ένα, όχι πολύ μεγάλο. Το παίρνει στα χέρια του ο νεαρός πωλητής, το κουνάει δυο τρεις φορές πάνω κάτω, το ζυγίζει, δηλαδή, και του λέει: εφτακόσια πενήντα. Δεν το ζύγισες, διαμαρτύρεται ο σκονισμένος, ευγενικά, πολύ ευγενικά και με το χαμόγελο στα χείλη. ΄

Έχω κάνει τ΄ αφτιά μου λαγάνες κι ακούω. Και βλέπω. Σκηνή από Σέξπυρ, μα την Παναγία!

Δεν απαντά αμέσως, τον κοιτάζει στα μάτια.  Θέλεις να το ζυγίσω; Ναι. Θα χάσεις άμα το ζυγίσω! Δεν πειράζει. Προσβάλλεται, το γυφτάκι προσβλήθηκε και στενοχωρήθηκε. Βάζει το καρπούζι στη ζυγαριά με μισή καρδιά, του δείχνει με το δάχτυλο τα κιλά, παίρνει το καρπούζι και του το δίνει, λέγοντας, οχτακόσια είκοσι. Ο σκονισμένος είχε αρχίσει τον  λογαριασμό, νοερώς, ήταν ολοφάνερο ότι ήταν κάπου στην αρχή, θα του έπαιρνε λίγη ώρα ακόμα αλλά σταμάτησε μόλις πήρε το καρπούζι. Υποθέτω, όχι, όχι, είμαι βέβαιος,  ότι συνέχισε την πράξη του πολλαπλασιασμού και, μέχρι να αφήσει το καρπούζι στο αυτοκίνητο και να γυρίσει να πληρώσει, την έχει ολοκληρώσει –  χωρίς να είμαι βέβαιος γι΄ αυτό. Βγάζει από το πορτοφόλι ένα κολλαριστό χιλιάρικο, του το δίνει και φεύγει.

Είδα τον οδηγό να ρίχνει μια τελευταία ματιά στο γυφτάκι, καθώς απομακρυνόταν. Ματιά γεμάτη απορία; Ναι, ναι.  Γεμάτη θαυμασμό; Ναι, οπωσδήποτε! Και γυρίζει το τσογλανάκι και μου λέει:

  • Είδες πώς βγάζω εγώ το μεροκάματο;

Μόλις γνωρίσατε το γιο του Νίκου του Ψυχοπαθή. Που με αγάπησε και τον αγάπησα πολύ. Πρώτος ξάδερφος του Νικόλα. Που με ξέχασε στη πόστα και γύρισα με τα πόδια στα τσαντήρια.

Continue reading

όταν πούλαγα πατάτες με τους γύφτους

 

 

1986, Ιούνιος. Δεύτερη χρονιά στο Μούλκι, για βερίκοκα, δέκα χιλιόμετρα, πάνω κάτω, από το Κιάτο, προς τα βουνά. Κοιμόμασταν στο προαύλιο της εκκλησίας, καμιά τριανταριά ψυχές, αρσενικές και θηλυκές, φρικιά, φοιτητές, άνεργοι. Καλό μεροκάματο, πολύ καλό, εμείς και οι γύφτοι, κανένας άλλος ακόμη. Όταν έφτασα, το μάζεμα δεν είχε αρχίσει. Πήγα κατ΄ευθείαν στα τσαντίρια, έξω από το χωριό, όχι πολύ μακριά, Καραγκούνηδες το σόι, να βρω τον Νικόλα τον Ψυχοπαθή, τον Μαραντόνα (ολόιδιος,  μάγκες μου, ολόιδιος, μα την Παναγία) και τον Κώστα. Ο Νϊκος, ο άνδρας της Μαρίας (ποια Ορνέλα Μούτι!), με το ένα μάτι πράσινο και το άλλο γαλάζιο, έλειπε, είχε πάει να φορτώσει πατάτα στη Βάρδα. Με κέρασαν καφέ στη δροσιά, κάτω από  τέντα τσαντιριού, κατάχαμα, πόσο μου άρεσε που δεν είχαν καρέκλες!,  μια γύφτισσα έτρεξε να ζητιανέψει, την έδιωξαν με γύφτικα ακατανόητα μπινελίκια, πήγαν να μου πασάρουν νύφη, μια γύφτισσα που έμελλε να μην παντρευτεί ποτέ. Φεύγοντας, να και ο Νίκος με το Ντάτσουν και τις πατάτες, καμιά εικοσαριά σακιά, πενηντάκιλα. Πάμε αύριο για πατάτες; με ρωτάει. Μέσα, του λέω. Αύριο στο καφενείο, στις οχτώ.

Continue reading

μαγκαβά μπουτί (1): πως ψήνουν οι γύφτοι το ψωμί

μαγκαβά μπουτί

στον Θόδωρα Μπασιάκο, καιρός ήταν

 

1. πως ψήνουν οι γύφτοι το ψωμί

 

Μαγκαβά μπουτί, θέλω δουλειά, αυτή η φράση ήταν η πρώτη που έμαθα, είναι αυτή που δεν ξεχνάω και δεν θα ξεχάσω – δε θα ξεχάσω τους γύφτους, μ’ αυτούς που έζησα έξι μήνες, με φρόντισαν, με αγάπησαν, σα γιο τους και σαν αδερφό τους,  σε μέρες οδυνηρές και χρόνια δύσκολα,  γι’ αυτές τις μέρες και τα χρόνια δε θέλω να γράψω, δε θέλω, κλαίω και χαίρομαι, χαίρομαι, η διάκριση ομορφιάς και ωραιότητας κατέστη πλέον σαφής, πολύ σαφής, μιας και ξέχασα την ομορφιά, την πανούργα ομορφιά, το πρότυπο, την τάξη, την καταγωγή, την κληρονομιά, την ιδιοκτησία (και του σώματος ασφαλώς), τη συναίνεση και θυμήθηκα την ωραιότητα. Η ωραιότητα των Γύφτων. Θυμήθηκα την ωραιότητα της παιδικής μου ηλικίας.

Είδα τη μάνα μου, φθινόπωρο του ’64, να φυτεύει κουκιά. Της ζήτησα να φυτέψω κι εγώ. Μου  ‘δωσε σπόρο κι ένα μικρό τσαπί. Τα φύτεψα μακριά από τα δικά της. Ο πρώτος μου λαχανόκηπος, A’  Δημοτικού. Κουκιά, Πετράδες, Έβρος. Την άλλη μέρα, την ώρα που χάραζε, πήγα στο λαχανόκηπό μου να δω αν φύτρωσαν. Τίποτα. Ούτε τη δεύτερη. Κάθε πρωί, με το χάραμα, κάθε πρωί. Και μια μέρα, πριν καν φτάσω, από μακριά, από μακριά, ένας σβώλος χώματος δεν ήταν εκεί που έπρεπε να είναι, είχε σηκωθεί, είχε αλλάξει, όχι, όχι, δεν ήταν γάτα, πλησίασα, πλησίασα, ήξερα που θα κοιτάξω, ένα πράσινο φύλλο μέσα από τη Γη έσπρωχνε το σβώλο τόσο τρυφερά, τόσο σιγανά και ταπεινά, τόσο ωραία, ωραία, ωραία, πουθενά ομορφιά, πουθενά ομορφιά. (Τους παρατηρητικούς άνδρες, τις παρατηρητικές γυναίκες και τα μάτια σας).

Τη δεύτερη ωραιότητα την είδα πρωί, Αύγουστος ήταν, δε θυμάμαι σε ποιο χωριό είχαμε στήσει τα τσαντήρια, ήταν πάντως γήπεδο, κάπου έξω από τη Θήβα, είχαμε πάει για ντομάτες, ξύπνησα το πρωί, σηκώθηκα να πάω να κατουρήσω και βλέπω πάνω στο χορτάρι, πάνω σε μια κουβέρτα, σκεπασμένοι με ένα σεντόνι και μια κουβέρτα, το μάγουλο της Μαρίας και το μάγουλο του Νϊκου ενωμένα, αγαπημένα, με χαμόγελο στα χείλη και με κλειστά μάτια να κοιτάζουν, ναι να κοιτάζουν  τα αστέρια του ουρανού που έσβηναν ένα μετά το άλλο. Καμιά ομορφιά, πουθενά ομορφιά. Η Μαρία είχε ένα πράσινο κι ένα μπλε μάτι. Μόνο ωραιότητα.

Continue reading