φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Το σημερινό σημείωμα είναι το τελευταίο που γράφεται στην Αλεξανδρούπολη (Άλεξπολ, Αλέκα). Σε λίγες ώρες δεν θα έχω ίντερνετ, θα τα ξαναπούμε, σε ένα μήνα περίπου, από την Καστανούσσα όπου θα μετακομίσουμε για να γίνουμε παραγωγοί τροφής, φυτικής και ζωικής. Στις 11 Μαΐου, ημέρα Σάββατο, στις έντεκα θα αρχίσουμε να ξεφορτώνουμε το φορτηγό και προσδοκούμε πως κάποιες φίλες και κάποιοι φίλοι θα έρθουν από τη Θεσσαλονἰκη να μας βοηθήσουν και μετά να φάμε και να πιούμε και να γλεντήσουμε και να συζητήσουμε.
Εάν, φίλες και φίλοι, μπορούσα να βρω εγώ ή η γυναίκα μου μια δουλειά στη Θεσσαλονίκη ή στην Αθήνα με 3.000 εβρά το μήνα, θα πηγαίναμε, τι λέτε; Θα μου πείτε ότι αυτό δεν γίνεται. Και ότι είναι η ανάγκη αυτή που μας αναγκάζει να πάμε να ζήσουμε σε χωριό. Νταξ, ας υποθέσουμε κάτι πιο ρεαλιστικό: εάν μας έβαζαν το χρυσάφι όλου του κόσμου στα πόδια μας, θα πηγαίναμε να ζήσουμε σε κάποια μεγάλη πόλη;
Όχι, φίλες και φίλοι, δεν θα πηγαίναμε. Δεν περιφρονούμε καθόλου την πόλη, δεν περιφρονούμε όμως και το χωριό. Η επιλογή μας εἰναι ζήτημα ανάγκης και αδιεξόδου, το αδιέξοδο όμως δεν είναι η πιο κοντινή προσέγγιση της καλύτερης λύσης, που λέει και ο Χέντερλιν; Είναι απολύτως βέβαιο ότι εάν μείνουμε στην Αλέκα, θα πεινάσουμε, θα κρυώσουμε, θα βρεθούμε στο δρόμο. Δουλειά δεν πρόκειται να βρούμε κι αν βρούμε θα είναι 3, 4 άντε πέντε κατοστάρικα το μήνα, τα οποία ίσα που αρκούν για λογαριασμούς, στην καλύτερη περίπτωση. Με τέτοιους μισθούς εμείς πήραμε τηναπόφαση να μην δουλέψουμε. Η απόφαση αυτή συναρτάται με το δίλημμα πόλη ή χωριό. Είναι σαφές πως το μοντελάκι πόλη-δουλειά για μας και για πολλούς και πολλές άλλους κι άλλες έχει εξαντληθεί, είναι ντεμοντε, μπανάλ. Οπότε, καταφεύγουμε στο χωριό-παραγωγή τροφής. Και η πόλη κοντά είναι.
Δεν είναι λίγοι αυτοί και αυτές που βρίσκονται σε αυτό το δίλημμα. Πολλοί και πολλές έχουν φύγει ήδη για τα χωριά. Και είναι σαφές ότι κι άλλοι κι άλλες θα φύγουν για τα χωριά διότι είναι πια η μόνη διάθεσιμη λύση, η καλύτερη στο αδιέξοδο της πόλης-δουλειάς λύση. Και δεν είναι λίγοι εκείνοι, είναι πάρα πολλοί, που το σκέφτονται αλλά δεν το αποφασίζουν. Και δεν το αποφασίζουν διότι τους παίρνει ακόμα να μείνουν στην πόλη. Δεν το αποφασίζουν γιατί ντρέπονται να πάνε σε χωριό. Και ντρέπονται διότι θα εμφανιστούν ως αποτυχημένοι! Εμείς, ζώντας συνειδητά και εν πλήρει επιγνώσει στο περιθώριο και στις παρυφές της κοινωνίας, δεν ντρεπόμαστε διότι είμαστε μια ζωή αποτυχημένοι – δεν ανοίξαμε επιχείρηση, δεν αγοράσαμε διαμέρισμα, δεν αγοράσαμε αυτοκίνητο, δεν πήραμε δάνειο να πάμε διακοπές, θεωρούμε ότι κάθε φορά που αγοράζουμε κάτι πέφτουμε θύμα κλοπής, είμαστε τελείως αποτυχημένοι και αναφωνούμε, ζήτω η αποτυχία! Αυτός όμως που πέτυχε και υπερηφανευόταν γι αυτό και τώρα το μαγαζί του είναι άδειο και δεν μπορεί να ξεπληρώσει το δάνεια και ένας καριόλης Θεός ξέρει τι θα χάσει, δεν μπορεί να πάει, να επιστρέψει στο χωριό!
Θα αναγκαστεί όμως να το κάνει -εάν θέλει να ζήσει! Διότι το ενδεχόμενο να μη θέλει να ζήσει δεν μας επιτρέπεται να το αποκλείσουμε.