φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Δεν είχα ποτέ αυτοκίνητο, το σιχαίνομαι, και δεν προτίθεμαι να αποκτήσω. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με αυτούς που έχουν – οι περισσότεροι φίλοι μου έχουν. Αντιλαμβάνομαι ότι το χρειάζονται. Η κατοχή και συντήρηση ενός αυτοκινήτου απαιτεί τουλάχιστον 3.000-3.500 εβρά το χρόνο, το οποίο σημαίνει τέσσερις μήνες δουλείά για μένα – ΟΧΙ, Κύριε, προτιμώ να έχω ελεύθερο χρόνο να διαβάζω, να γράφω, να φροντίζω τα παιδιά και τα λαχανικά μου. Αντ΄αυτού, χρησιμοποιούμε το ταξί – η μετακίνηση μιας τετραμελούς οικογένειας με τρεις τέσσερις τσάντες δεν είναι εύκολη πολλές φορές με το λεωφορείο – μας κοστίζει δε 500 εβρά το χρόνο και απαλλασσόμαστε από πολλές σκοτούρες: οδήγηση, παρκάρισμα, συντήρηση και άλλα πολλά.
Τους ταξιτζήδες τους συμπαθώ και νιώθω την ανάγκη να τους συμπαρασταθώ με τον τρόπο που μπορώ. Έμπαινα στα νιάτα μου σε ταξί, τους έδειχνα τα δυο τελευταία κατοστάρικα και τους έλεγα, μόλις το ταξίμετρο γράψει ‘200’, κατεβαίνω. Όλοι μα όλοι, με πήγαιναν στο σπίτι μου – πως να το ξεχάσω! Μόνο ένας, ένας, επαναλαμβάνω, με άφησε στη Πάντειο, βαριά άρρωστο, και πήγα στο σπίτι μου στη Καλλιθέα με τα πόδια. Μόνο εγώ ξέρω πως έφτασα, κανένας άλλος. Δεν πειράζει, τσογλάνια θα βρεις παντού.
Ένα βράδυ, μπήκα σε ταξί και βλέπω έκπληκτος μποστά μου αρκετά χρήματα, την είσπραξη. Ρωτάω τον ταξιτζή, ‘τι είναι αυτά;’ ‘Είναι για τον κλέφτη’, μου απάντησε. ‘Σε έχουν κλέψει ποτέ’, τον ξαναρώτησα. ‘Ποτέ’, απάντησε. ‘Εφτασα στα Πατήσια, έβαλα ένα πεντακοσάρικο και πήρα μόνος μου δυο κατοστάρικα ρέστα. Ο ταξιτζής ήταν ναυπηγός, του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου.