Es 644
.1 ko-pe-re-wo , do-so-mo , we-te-i-we-te-i ΣΙΤΑΡΙ Τ 7
.2 a-re-ku-tu-ru-wo-no , we-te-i-we-te-i ΣΙΤΑΡΙ Τ 9 V 3
.3 se-no , do-so-mo , we-te-i we-te-i ΣΙΤΑΡΙ Τ 2
.4 o-po-ro-me-no , do-so-mo , we-te-i-we-te-i ΣΙΤΑΡΙ Τ 1[
.5 a3-ki-ra-wo , do-so-mo , we-te-i-we-te-i ΣΙΤΑΡΙ Τ[
.6 we-da-ne-wo , do-e-ro , do-so-mo , we-te-i-we-te-i ΣΙΤΑΡΙ Τ Ι V 2
.7 wo[-ro-ti-ja-o ]do-so-mo , we-te-i-we-te-i ΣΙΤΑΡΙ Τ 3 V 2
.8 ka-ra-i] , do-so-mo , we-te-i-we-te-i ΣΙΤΑΡΙ V 3
.9 a-]ne-o , do-so-mo , we-te-i-we-te-i ΣΙΤΑΡΙ Τ 2 V 3
.10 ru-ko-u-ro do-so-]mo , we-te-i[-we-]te-i [ ΣΙΤΑΡΙ ]V[
.11 o-ka ] , do-so-mo , we-te-i-we-te-i ΣΙΤΑΡΙ Τ 2 V 1
.12 pi-ro-ta-wo , do-so-mo , we-te-i-we-te-i ΣΙΤΑΡΙ Τ 2 V[
.13 ku-da-ma-ro , do-so-mo , we-te-i-we-te-i ΣΙΤΑΡΙ Τ 2[
cut at bottom;
.1 traces of erasure;
.7 wo[-ro-ti-ja-o: cf. Es 650.7, but Es 728, where wo-ro-ti-ja.
.8 perhaps ka[-ra-i, cf. Es 650.8;
.9 a-]ne-o: cf. Es 650.9
.10 [ru-ko-u-ro]: cf. Es 650 v.1 where ru-ko-wo-ro, and Es 729;
.11 [o-ka]: cf. Es 650 v.2; V 1: perhaps 2 with second stroke accidentally erased, or 1 corrected
from 2.
.1 ΚοπρῆFος δοσμός Fέτεhι Fέτεhι ΣΙΤΑΡΙ Τ 7
.2 ἈλεκτρυFόνος δοσμός Fέτεhι Fέτεhι ΣΙΤΑΡΙ Τ 9 V 3
.3 Se-no δοσμός Fέτεhι Fέτεhι ΣΙΤΑΡΙ Τ 2
.4 hΟπλομενός δοσμός Fέτεhι Fέτεhι ΣΙΤΑΡΙ Τ 1[
.5 Α3 -ki-wa-ro δοσμός Fέτεhι Fέτεhι ΣΙΤΑΡΙ Τ[
.6 We-da-νῆFος δοhέλος δοσμός Fέτεhι Fέτεhι ΣΙΤΑΡΙ Τ 1 V 2
.7 Fροθίαο δοσμός Fέτεhι Fέτεhι ΣΙΤΑΡΙ Τ 3 V 2
.8 Κa-ra-i δοσμός Fέτεhι Fέτεhι ΣΙΤΑΡΙ V 3
.9 Ἀνεhών δοσμός Fέτεhι Fέτεhι ΣΙΤΑΡΙ Τ 2 V 3
.10 Λυκοῦρος δοσμός Fέτεhι Fέτεhι ΣΙΤΑΡΙ ]V[
.11 hΌχας δοσμός Fέτεhι Fέτεhι ΣΙΤΑΡΙ Τ 2 V 1
.12 ΦιλόθαFος δοσμός Fέτεhι Fέτεhι ΣΙΤΑΡΙ Τ 2 V[
.13 Κu-da-ma-ro δοσμός Fέτεhι Fέτεhι ΣΙΤΑΡΙ Τ 2[
ΚοπρῆFος· γεν. του ανδρ. ον. Κοπρεύς (Kοπρῆος, Ο 639). Από τη λ. κόπρος που ημαίνει και “κοπριά” (Χ 414 Ω 164, 640· ι 329 ρ 297, 306) και “σταύλος” (Σ 575· κ 411). Στην Ες 646.1 απαντά στην ονομ. (ko-pe-re-u). Σημαίνει είτε “αυτός που καθαρίζει τη κοπριά από το στάβλο” είτε “σταβλίτης, άνθρωπος του στάβλου”.
δοσμός· ονομ. εν. (ὁ) : δο-σμός (δί-δο-μεν, δίδωμι). Δεν απαντά στην αλφ. ελλ. αλλά πρβλ. δεσμός, θε-σμός, δα-σμός (< δα-τ-σμός). Σημαίνει “εισφορά, καταβλητέος φόρος”.
Fέτεhι· <Fέτεσι, ἒτει· δοτ. εν. του ον. Fέτος, ἒτος. Η έκφραση ἒτει ἒτει ισοδυναμεί με το επιθ. ετήσιος.
ΣΙΤΑΡΙ· ιδεόγραμμα του σιταριού.
Τ 7· ποσότητα (67,2 λ.) που αναφέρεται στο προηγούμενο ιδεόγραμμα.
ἈλεκτρυFόνος· γεν. του ανδρ. ον. ἈλεκτρυFών, Ἀλεκτρυών (Ρ 602) < ἀλέκτωρ, ο πετεινός.
ΣΙΤΑΡΙ Τ 9 V 3· 91,2 λ. σιτάρι.
Continue reading →