θέλω να πάω στο Λονδίνο

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΓΡΑΦΩ το σημερινό σημείωμα βράζοντας μπίρα, καπνιστή.

[Σε κατσαρόλα μεγάλη, σε 13 λίτρα νερού, θερμοκρασίας 40 βαθμών,  βάζω 1700 γρ. αλεσμένη βύνη κριθαριού, καπνιστή, και προσθέτω και 300 γρ. αβύνωτο χονδροαλεσμένο δίκοκκο και μονόκοκκο σιτάρι. Το νερό το έφερα ψηλά από το Μπέλες, από ρυάκι –  έχει ελάχιστα άλατα, για να κάνεις μπίρα το νερό δεν πρέπει να έχει άλατα, να είναι μαλακό. Η βύνη είναι κριθάρι το οποίο έχει φυτρώσει, με το φύτρο να μην ξεπερνάει το μήκος του σπόρου και κατόπιν αργοψήνεται για είκοσι ώρες στους 60 βαθμούς –  για ξανθιά μπύρα· για μαύρη, στους 80 βαθμούς. Μετά βάζω την κατσαρόλα στη ξυλόσομπα και ανεβάζω τη θερμοκρασία στους 52 β.,  με ρυθμό 1-2 βαθμούς το λεπτό, ανακατεύοντας συνεχώς. Μόλις φτάσει σε αυτή τη θερμοκρασία, παίρνω την κατσαρόλα από τη φωτιά και την αφήνω στην άκρη για μισή ώρα, ανακατεύοντας κάθε πέντε λεπτά. Μετά τη βάζω πάλι στη σόμπα και ανεβάζω τη θερμοκρασία στους 65 β. ανακατεύοντας συνεχώς.  Την αποσύρω για μισή ώρα, ανακατεύοντας με τον ίδιο τρόπο. Σε αυτή τη φάση βρίσκομαι αυτή τη στιγμή.]

ΘΕΛΩ να πάω στο Λονδίνο. Όχι τώρα, όταν, πρώτα η Ζωή, μεγαλώσουν τα παιδιά και φύγουν από το σπίτι –  σε οχτώ με δέκα χρόνια. Όταν η οικογένεια, αυτή η προσωρινή κομμουνιστικότητα, διαλυθεί – κάθε οικογένεια είναι καταδικασμένη να διαλυθεί. Θα γράψω σήμερα πως σκέφτομαι να πάω, πως θα ήθελα να πάω.

Continue reading

τι είπαμε χτες με τον Κάρολο στο τηλέφωνο

το σημερινό σημείωμα το αφιερώνω στο αυτόνομο στέκι, στους φίλους και τις φίλες της ομάδας αυτομόρφωσης πάνω στο Κεφάλαιο και της αυτοδιαχειριζόμενης δανειστικής βιβλιοθήκης

ΤΗN πρώτη φορά που πήρα, μιλούσε· τη δεύτερη το άφησα να χτυπάει – θα χτυπάει μέχρι να το σηκώσεις,  καριόλη. Το σήκωσε, παρών, μου λέει, έλα ρε Κάρολε, του λέω, σε παίρνω εδώ και δυο μήνες και δεν το σηκώνεις, που είσαι, τι κάνεις, ανησύχησα. Τι να πάθω, ρε μαλάκα, μου λέει, εδώ που είμαι, τι να πάθω; Ξέρω κι εγώ, μοναξιές; Όχι, όχι, έχω καλή παρέα, έχω κι αυτόν τον μαλάκα τον ρώσο μού τα χώνει συνέχεια, σου τα ΄λεγα εγώ, δε σου τα ΄λεγα, μου τη λέει, όλο ειρωνεία, το μαλακιστήρι, τέλος πάντων, καλά είμαστε όλοι, εσείς τι κάνετε. Τι να κάνουμε, Κάρολε, μαλακιζόμαστε. Πολύ ενδιαφέρουσα δραστηριότητα, μου λέει, με αυτό το ψιλοσαρκαστικό, ψιλοειρωνικό υφάκι του. Εμείς και να θέλουμε, δεν μπορούμε, συνέχισε γελώντας. Εκτός από το να μαλακιζόσαστε;  Να, γι΄αυτό σε πήρα, Κάρολε, θα ήθελα να μου πεις τη γνώμη σου  για κάτι που με απασχολεί.

Continue reading

η πολιτική επανάσταση ως ΑΝΑΧΩΜΑ της κοινωνικής

Θα το γράψω την Τρίτη το πρωί. Φεύγω με το πρωινό τρένο για Άλεξπόλ, να δω τον πατέρα μου, τον αδερφό μου, φίλες και φίλους.

Σάββατο, 28 Φεβρουαρίου, στο Αυτόνομο Στέκι, στις οχτώ και μισή, θα ΣΥΖΗΤΗΣΟΥΜΕ για τον εμμενή κομμουνισμό, την Πανταχού Απουσία και την Νεκροζώντανη Αριστερά.

πως μπορούμε να νικήσουμε: ανεργία, απεργία και εμμενής κομμουνισμός (1)

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΕΙΜΑΙ άνεργος (οικοδόμος) πάνω από τέσσερα χρόνια, πάνω από τρία η γυναίκα μου η Τασούλα. Η ανεργία και η βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται να ξαναβρούμε δουλείά στην Αλεξανδρούπολη, όπου ζούσαμε, μας ανάγκασε να μετακομίσουμε σε χωριό, στην Καστανούσα, μεταξύ των λιμνών Δοϊράνης και Κερκίνης, στους πρόποδες του Μπέλες. Εδώ δεν έχουμε ενοίκιο, κόβουμε ξύλα από το δάσος για να ζεσταθούμε και να μαγειρέψουμε, ψήνουμε και μαγειρεύουμε στον ξυλόφουρνο, παράγουμε ένα πολύ μεγάλο μέρος της τροφής μας, φίλοι και φίλες έρχονται φορτωμένoι τσάντες με τρόφιμα που δεν μπορούμε να παράγουμε και φεύγουν με τις ίδιες τσάντες γεμάτες τρόφιμα που παράγουμε, κάποιες ψιλουδουλείτσες προκύπτουν,  κάποιες μικρές οικονομικές βοήθειες μας έρχονται από φίλους, φίλες και συγγενείς, επιβιώνουμε και ζούμε όπως μπορούμε, με ό,τι έχουμε.  Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε με αυτόν τον τρόπο και μάλλον θα συνεχίσουμε. Αλλά τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται.

ΔΕΝ σκέφτομαι μόνο εμάς, σκέφτομαι τα παιδιά μας, τα δικά μας και τα ξένα (αν μπορούμε να θεωρήσουμε τα άλλα παιδιά ξένα!), σκέφτομαι όλους τους ανέργους και καταλαβαίνω το δράμα τους γιατί το ζω, το ζούμε εδώ πέρα στην Καστανούσα. Δεν σκέφτομαι μόνο τους ανέργους στην Ελλάδα αλλά τους ανέργους σε όλο τον κόσμο. Στην Ολλανδία αντιμετώπισαν την ανεργία με την εφαρμογή της μερικής εργασίας (τετράωρης –  51% αυτή τη στιγμή!), στη Γερμανία την αντιμετωπίζουν με μεγάλα επιδόματα, 1000 εβρά το μήνα, αν δεν κάνω λάθος, για τρία χρόνια, και μετά βλέπουμε, αλλά αυτές τις λύσεις τις προκρίνουν ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες με μεγάλη κερδοφορία. Τί θα κάνουν αν αύριο, μεθαύριο αυτή η κερδοφορία πάρει την κατηφόρα;

ΠΟΛΛΟΙ άνεργοι και άνεργες στις πόλεις και στα χωριά αντιμετωπίζουν την ανεργία με την οικονομική στήριξη φίλων και συγγενών αλλά αυτή δεν είναι λύση –  οι δυνατότητες των συγγενών, και των γειτόνων συχνά,  δεν είναι μεγάλες και οι γέροι συνταξιούχοι πεθαίνουν ή θα πεθάνουν μέσα στα επόμενα 10-15 χρόνια. Κάποιοι μεταναστεύουν μόνιμα ή προσωρινά σε χώρες της Ευρώπης ή αλλού. Το ότι με αυτούς τους τρόπους αντιμετωπίζεται σήμερα η ανεργία στην ελληνική κοινωνία δεν σημαίνει ότι θα μπορούμε να την αντιμετωπίζουμε και στο απώτερο μέλλον.

Continue reading