φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
ΤΟ ερώτημα διατύπωσε εξηνταπεντάχρονος που ζει με την ογδοντοπεντάχρονη μάνα του. Μουσικός, συνιδιοκτήτης νυκτερινού κέντρου με τον αδερφό του τις καλές μέρες, άνδρας της νύχτας και των όμορφων και πλούσιων γυναικών, πέρασαν πολλά λεφτά από τα χέρια του και τώρα τον ταΐζει και τον φροντίζει η γριά μάνα του. Τι θα κάνω, μου λέει, αν πεθάνει η μάνα μου – το αν είναι χρονικό, δεν είναι υποθετικό. Τον ΕΝΦΙΑ βέβαια δεν θα μπορεί να τον πληρώνει- το τι θα τρώει θα το μάθει όταν θα έρθει εκείνη η ώρα η σκληρή.
ΜΙΑ άλλη μάνα, εβδομηνταπέντε, ζει με τους τρεις γιους της – ο μικρότερος 45, ο μεγαλύτερος 53, τους οποίους και ταΐζει και φροντίζει και χαρτζιλικώνει. Ο μεγαλύτερος ήταν διευθυντής σε Τράπεζα, έπαιρνε τρεις χιλιάδες εβρά το μήνα, εξαγοράστηκε, του πρότειναν μια θέση με χίλια εβρά, αρνήθηκε και τώρα η μάνα του του δίνει πέντε εβρά τη μέρα για τα τσιγάρα του και τον καφέ του. Όταν θα πεθάνει η μάνα, σε δέκα χρόνια το πολύ, ή θα συγκατοικήσουν και θα σφάζονται μεταξύ τους καθημερινά, κάτι που ήδη γίνεται, ή οι δύο θα κοιμούνται στο παγκάκι. Τον ΕΝΦΙΑ δεν θα τον πληρώνει/πληρώνουν και τι θα τρώνει θα το μάθει/μάθουν όταν θα έρθει εκείνη η ώρα η σκληρή.
ΨΙΛΙΚΑΤΖΗΣ δούλευε με τη γυναίκα του λάντζα στη Γερμανία. Τα ΄παιξαν, ήρθαν Ελλάδα, πήραν δάνειο, όταν τα έδιναν απλόχερα οι Τράπεζες, αγόρασαν ένα ψιλικατζίδικο, τώρα η δουλειά πάει χάλια, δεν πληρώνει δόσεις, σε τρία, τέσσερα χρόνια, Θανάση, μου λέει, θα μου το πάρουν το μαγαζί. Με δυο παιδιά.
ΚΑΦΕΤΖΗΣ, με πολλές οικονομικές δυσκολίες, πήγε στη Τράπεζα να πάρει δάνειο, να ξελασπώσει, 40.000 εβρά, με υποθήκη το καφενείο. Δεν του έδωσαν ούτε ένα εβρό. Όταν μοίραζαν απλόχερα δάνεια, του έδιναν 200.000 με υποθήκη το καφενείο και δεν δέχτηκε. Γιατί να σου δώσουν 40, του λέω, αφού αύριο θα σου το πάρουν με δέκα; Μαλάκες είναι;
Continue reading →