ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης: αυτοκτονική αλληλοκαταστροφή, αλληλοκαταστροφική αυτοκτονία

ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ: Αντιτάξομαι κτενών σε (Θα σταθώ απέναντι σου, για να σε σκοτώσω)

ΕΤΕΟΚΛΗΣ: Καμέ τουδ’ έρως έχει (Και μένα η έντονη επιθυμία να σε σκοτώσω με κατέχει)

(Ευριπίδης, Φοίνισσαι, 622-3)

 

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Η συνήθης έκβαση ενός πολέμου μεταξύ δύο αντιπάλων είναι η νίκη του ενός και η ήττα του άλλου. Η συνήθης. Διότι υπάρχει και το ενδεχόμενο της πύρρειας νίκης – νίκη που μπορείς και ήττα να την πεις. Και υπάρχει και ένα ακόμα ενδεχόμενο: η αμοιβαία ήττα, η αλληλοεξόντωση, η αλληλοκαταστροφή. Με αυτά τα ζητήματα θα ασχοληθούμε σήμερα, εστιάζοντας στην πολιτισμική μήτρα από την οποία προέρχεται η αυτοκτονική αλληλοκαταστροφή –  ή αλληλοκαταστροφική αυτοκτονία, προς την οποία τείνει και βαδίζει ο δυτικός πολιτισμός. Η μία πτυχή του, η φαινομενικά κυρίαρχη –  υπάρχει και η πτυχή της ενίσχυσης της ζωής, η φαινομενικά  υποτελής.

Continue reading

η εκπλήρωση των επιθυμιών του δυτικού πολεμιστή και ο καπιταλισμός

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΘΑ εστιάσουμε σήμερα την προσοχή μας σε μια από τις κομβικές αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν την εποχή μας, τη μεταβατική εποχή –  να ξέραμε και προς τα που μεταβαίνουμε! Πρόκειται για την αντίφαση μεταξύ της εκπλήρωσης των επιθυμιών του δυτικού πολεμιστή και του συμπλέγματος πολεμικής βιομηχανίας-καπιταλισμού  (θα πρέπει στην εξίσωση να προσθέσουμε και το κράτος!). Οι επιθυμίες του δυτικού πολεμιστή έχουν καταγραφεί στην Ιλιάδα, θα δούμε ποιες είναι, επιθυμίες που εκπληρώθηκαν κατά το μακραίωνο διάστημα μεταξύ του 13ου και 14ου αιώνα (τα πρώτα πυροβόλα όπλα) και των μέσων του 20ού (ατομική βόμβα). Όλες; Όλες, εκτός από μία: η επιθυμία της σωματικής αθανασίας δεν εκπληρώθηκε  –  και δεν πρόκειται να εκπληρωθεί. Η εποχή της εκπλήρωσης των επιθυμιών του δυτικού πολεμιστή συμπίπτει με τη γένεση του καπιταλισμού (εμπορικού, χρηματοπιστωτικού, βιομηχανικού), οπότε θα ήταν μεγαλειώδες ατόπημα να παραβλέψουμε και να μην εξετάσουμε και μελετήσουμε τη σχέση τους. Επρόκειτο για μια διαδικασία αλληλοτροφοδότησης (feed back), αλληλοενίσχυσης. Όσο εκπληρωνόταν οι επιθυμίες του πολεμιστή, τόσο επεκτεινόταν ο καπιταλισμός –  και το αντίστροφο: όσο επεκτεινόταν ο καπιταλισμός τόσο πιο πολλές επιθυμίες του πολεμιστή εκπληρώνονταν. Ποιο ήταν όμως το αποτέλεσμα; Η εκπλήρωση των επιθυμιών από τη μια κάνει περιττή τη χρήση του στρατού και τον περιορίζει τόσο δραστικά ώστε δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι τον καταργεί, και από την άλλη περιορίζει δραστικότατα την πολεμική βιομηχανία. Σε αυτό το απρόσμενο, μη αναμενόμενο, αναπάντεχο αδιέξοδο έφτασε ο δυτικός Κύριος και έπρεπε να το αντιμετωπίσει. Και το αντιμετωπίζει, λίαν επιτυχώς. Μέχρι στιγμής. Με τον πόλεμο καταστροφής  εκ του μακρόθεν χωρίς τη χρήση πυρηνικών όπλων.

Continue reading

“παντρεμέεεεενοι κι οι δύο, γύρνα σεεεεε παρακαλώωωωω” (μαγκαβά μπουτί: έξι μήνες με τους γύφτους)

25

 

Είχε νυχτώσει για τα καλά, δεν μπορούσα πια να μελετήσω  τη Γιώτα, τη ραψωδία Ι, της Ιλιάδας, την έξοχη Γιώτα –  λυπάμαι πολύ, εάν δεν  έχετε διαβάσει ένα από τα συγκλονιστικότερα κείμενα της δυτικής λογοτεχνίας  – και χάζευα, ξαπλωμένος στο σλίμπιγκ μπαγκ,  τ’ αστέρια που βρίσκονταν εκείνη την ώρα πάνω από το γήπεδο του Ορχομενού, όταν ήρθε ο Μαραντόνα να μου πει στ΄ αφτί, βάλε παπούτσια και μόλις δεις τα κορίτσια να πλησιάζουν στο φορτηγό τρέξε σφαίρα κι ανέβα πάνω. Παπούτσια! Δεν είμαστε καλα, σε γάμο θα πάμε; Έκανα πάντα ό,τι μου λέγανε. Έτσι έπρεπε να κάνω, έτσι έκανα –  με αγαπούσαν γι΄ αυτό. Τα φόρεσα, ανασηκώθηκα και περίμενα. Και μόλις βλέπω τις γυφτοπούλες να πλησιάζουν στο φορτηγό, και τα γυφτοπαλήκαρα από την άλλη μεριά, τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα και πηδάω πάνω στη καρότσα

Continue reading

άναξ: μια απαράδεκτη ετυμολόγηση από τον Ivo Hajnal (και τον Γεώργιο Γιαννάκη που ακολουθεί)

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΣΗΜΕΡΑ  θα  κάνω ένα διάλειμμα από αυτά που γράφω –  θα ασχοληθώ με κάτι ελαφρύ να ξεκουραστώ: με μια απόπειρα ετυμολόγησης της λέξης άναξ από τον Ελβετοαυστριακό καθηγητή φιλολογίας του πανεπιστημόυ του Ίνσπρουκ, ετυμολόγηση που δέχεται και ο Γεώργιος Γιαννάκης, καθηγητής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Ο πρώτος θα σας είναι μάλλον άγνωστος, ο δεύτερος μάλλον γνωστός – έχει γράψει δύο πολύ ενδιαφέροντα βιβλία (Οι Ινδοευρωπαίοι και Ιστορική γλωσσολογία και φιλολογία, και τα δύο από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών). Και οι δύο ειδικεύονται στην ιστορική συγκριτική (ινδοευρωπαϊκή) γλωσσολογία, ο δε Ι. Hajnal και στη μυκηναϊκή φιλολογία. O I. Hajnal προτείνει και υποστηρίζει μια ετυμολογία της λέξης άναξ που τη βρίσκω λίαν επιεικώς απαράδεκτη –  θα την χαρακτήριζα επινόηση, που ή αγνοεί ή παραβλέπει πολύ βασικές γνώσεις της αρχαίας ελληνικής φωνολογίας, μορφολογίας και σημασιολογίας. Εκπλήττομαι –  και εκπλήττομαι και με την άκριτη αποδοχή της προτεινόμενης ετυμολογίας από τον Γ. Γιαννάκη. Θα ήθελα όμως να εντάξω το υπό συζήτηση πρόβλημα σε ένα γενικότερο πλαίσιο για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την υπαρξιακή και επιβιωτική, επαγγελματική ανάγκη των πανεπιστημιακών να επινοούν καινοτομίες αλλά είναι τόσο μεγάλο το άγχος τους και η ανασφάλειά τους που αναπόφευκτα τους οδηγεί σε συμπεράσματα που παραβλέπουν στοιχειώδεις γνώσεις της ιστορικής συγκριτικής γλωσσολογίας.

Continue reading

μαγκαβά μπουτί: έξι μήνες με τους γύφτους

               μαγκαβά μπουτί: έξι μήνες με τους γύφτους

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Την πρώτη μέρα

Μου λέει, ο Νικόλας, περίμενε εδώ και θα περάσω να σε πάρω. Κατεβαίνω από το ντάτσουν και κάθομαι σε ένα πάγκο, δίπλα στο σωρό με τα καρπούζια. Ο πιτσιρικάς, ξυπόλυτος, δεν ήταν δέκα χρονών, καθόταν σε μια κουρελού και ψιλοτραγουδούσε, τραγουδομουρμούραγε. Γύφτικο ρετσιτατίβο. Μια στις τόσες, γύριζε να με δει, χαμογελούσε και συνέχιζε το τραγούδι του, το ασταμάτητο, το ατελείωτο. Κάποια στιγμή, μετά από καμιά ώρα, σταματάει μπροστά στη πόστα μια  άσπρη σκονισμένη Μερσεντές και κατεβαίνει ένας κοστουμάτος, στα μαύρα, Έλληνας, σαραντάρης, το πολύ. Γιος βιομηχάνου αλλά παιδί της νύχτας; Επιχειρηματίας τη μέρα, μπίζνες το βράδυ; Θα σας γελάσω. Σηκώνεται ο πιτσιρικάς, ο τύπος ψάχνει με το μάτι, και διαλέγει ένα, όχι πολύ μεγάλο. Το παίρνει στα χέρια του ο νεαρός πωλητής, το κουνάει δυο τρεις φορές πάνω κάτω, το ζυγίζει, δηλαδή, και του λέει: εφτακόσια πενήντα. Δεν το ζύγισες, διαμαρτύρεται ο σκονισμένος, ευγενικά, πολύ ευγενικά και με το χαμόγελο στα χείλη. ΄

Έχω κάνει τ΄ αφτιά μου λαγάνες κι ακούω. Και βλέπω. Σκηνή από Σέξπυρ, μα την Παναγία!

Δεν απαντά αμέσως, τον κοιτάζει στα μάτια.  Θέλεις να το ζυγίσω; Ναι. Θα χάσεις άμα το ζυγίσω! Δεν πειράζει. Προσβάλλεται, το γυφτάκι προσβλήθηκε και στενοχωρήθηκε. Βάζει το καρπούζι στη ζυγαριά με μισή καρδιά, του δείχνει με το δάχτυλο τα κιλά, παίρνει το καρπούζι και του το δίνει, λέγοντας, οχτακόσια είκοσι. Ο σκονισμένος είχε αρχίσει τον  λογαριασμό, νοερώς, ήταν ολοφάνερο ότι ήταν κάπου στην αρχή, θα του έπαιρνε λίγη ώρα ακόμα αλλά σταμάτησε μόλις πήρε το καρπούζι. Υποθέτω, όχι, όχι, είμαι βέβαιος,  ότι συνέχισε την πράξη του πολλαπλασιασμού και, μέχρι να αφήσει το καρπούζι στο αυτοκίνητο και να γυρίσει να πληρώσει, την έχει ολοκληρώσει –  χωρίς να είμαι βέβαιος γι΄ αυτό. Βγάζει από το πορτοφόλι ένα κολλαριστό χιλιάρικο, του το δίνει και φεύγει.

Είδα τον οδηγό να ρίχνει μια τελευταία ματιά στο γυφτάκι, καθώς απομακρυνόταν. Ματιά γεμάτη απορία; Ναι, ναι.  Γεμάτη θαυμασμό; Ναι, οπωσδήποτε! Και γυρίζει το τσογλανάκι και μου λέει:

  • Είδες πώς βγάζω εγώ το μεροκάματο;

Μόλις γνωρίσατε το γιο του Νίκου του Ψυχοπαθή. Που με αγάπησε και τον αγάπησα πολύ. Πρώτος ξάδερφος του Νικόλα. Που με ξέχασε στη πόστα και γύρισα με τα πόδια στα τσαντήρια.

Continue reading