10 Μαΐου, Σάββατο, θ΄ ανοίξουμε το τρίτο, από τα εννιά, μπουκάλι μπύρας (weiss, παρακαλώ!)

     φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

     Έμαθα να φτιάχνω μπύρα! Την πρώτη Απριλίου 2014 εμφιάλωσα εννιά μπουκάλια των 250 ml, τα οποία πρέπει να ανοιχτούν μετά από ένα μήνα, την Πρωτομαγιά. Προχτές που έλειπα στην Ἀλεξπολ, μας επισκέφτηκε (23 Απριλίου)  στο χωριό ο αδερφός της γυναίκας μου, άνοιξαν ένα μπουκάλι και μου τηλεφώνησαν να μου πουν τα νέα. Είναι μπὐρα, προς weiss μεριά – για πρώτη απόπειρα ζυθοποίησης πολύ καλά. Ρώτησα αμέσως να μου πουν τις ατέλειές της, μάλλον να μου επιβεβαιώσουν τις υποψίες μου για δυο λάθη που έκανα – και μου τις επιβεβαίωσαν. Είναι περισσότερο

 

Continue reading

εωράκαμεν τούς ληστάς

το τερας με διο μυτερα αυτια (της Αποστολιας)

     Η αναφορά που ακολουθεί ανήκει στον Ιωάννη Πετράκη, υπαστυνόμο του Κιλκίς, ο οποίος στις 7 Απριλίου 1923 αναφέρει στο τοπικό αστυνομικό τμήμα εγγράφως: 

λαμπυριζούσης και  σελαγιζούσης της σελήνης  παρά λίμνης της  Δοϊράνης, εωράκαμεν τους ληστάς. Κράζων δε,  σταθήτε, ρε πούστηδες, γαμώ το σταυρό σας και απαντησάντων κλάστε μας τ`αρχίδια, απέδρασαν.

εισαγωγή στον Ιππία Ελάττονα (2)· Ζωή: τι εννοώ εγώ και τι ο Κύριος

το παρδαλοπαραξενο τρενο (του Παύλου)

     φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα   

    Τη μοναξιά σε όλο της το φοβιστεροτρομακτικό μεγαλείο τη βιώνουμε λίγο πριν πεθάνουμε· τότε, είμαστε μόνοι και μόνες, όλοι και όλες, Υποτελείς και Κύριοι – δεν μπορεί κανένας να μας βοηθήσει. Είναι η περιβόητη μοναξιά του θρήσκοντος ανθρώπου, η μοναξιά του μελλοθάνατου. Ο μελλοθάνατος γίνεται ετοιμοθάνατος όταν το πάρει απόφαση ότι game is over· τότε, ή θα αγωνιστείς κατά του θανάτου και θα ζήσεις μέσα στη θλίψη και την αγωνία, μέσα στο μίσος και τις ενοχές, θα ζήσεις την Κόλαση δηλαδή, ή θα παραδοθείς στη ζωή, στον θάνατο, θα θυμηθείς ανθρώπους που αγαπάς, θα λυπηθείς αλλά δεν θα φοβηθείς, θα θυμηθείς ωραία σκηνικά, και η Ζωή θα σε ανταμείψει με πολλή ενδορφίνη, θα νιώσεις μια ζέστη σε όλο το κορμί και έξι ώρες πριν θα πέσεις σε κώμα (πλήρης αναστολή της ανώτερης νευρικής δραστηριότητας, απώλεια της κινητικότητας,  της αισθητικότητας, της συνείδησης, σαν να έχεις σουτάρει πρέζα, οντί όμως [οντί =od=overdose]). Κανένας σωματικός,  κανένας ψυχικός πόνος, πλήρης αναλγησία – αυτός είναι ο Παράδεισος.  Τα πρεζάκια ζούνε τεχνηέντως τον Παράδεισο.   

     Ως νεκροθάφτης στο χωριό μου, μαζί με άλλους τρεις, την τριετία 1997-2000, για να βγάλω ένα χαρτζιλίκι, έχω θάψει 14 νεκρούς·  όταν βλέπουμε ένα νεκρό,  το βλέμμα μας πάει στο πρόσωπό του – γιατί; Τί θέλουμε να δούμε;  Να τον δούμε για τελευταία φορά; Όχι, φίλες και φίλοι, όχι. Τί νόημα έχει να δεις έναν νεκρό για τελευταία φορά; Το νεκρικό πρόσωπο αιχμαλωτίζει το βλέμμα μας γιατί είναι ο θάνατος αυτός που το αιχμαλωτίζει. Αγωνιούμε μπροστά στο νεκρό – περισσότερο για μας κλαίμε, λιγότερο για τον νεκρό. Στο πρόσωπό του δεν βλέπουμε τον θάνατο,  βλέπουμε πως πέθανε – έζησε στην Κόλαση ή τον Παράδεισο; Θυμάμαι ένα πρόσωπο, δεν θα το ξεχάσω –  τρόμος, αγωνία, μίσος, κακία, παραμόρφωση, φρίκη, Κόλαση, Κόλαση!      Η μοναξιά του θνήσκοντος ανθρώπου, φίλες και φίλοι, μας βοηθάει να διαμορφώσουμε ένα νόημα για τη ζωή.  Εάν αυτό το τρομακτικό βίωμα προκαλείται από την ανημπόρια (τί όμορφη λέξη, την προτιμώ από την αδυναμία) να μας βοηθήσει κάποιος να μην πεθάνουμε, τότε η ζωή δεν μπορεί παρά να είναι ταυτόσημη της βοήθειας. Ζωή σημαίνει βοήθεια, αλληλοβοήθεια, αλληλεγγύη, αμοιβαιότητα, συμπαράσταση, συμπόνια, κατανὀηση – και άλλα πολλά. Ποιός όμως μας βοηθάει; Η ζωή και οι φίλοι. Πολύ ωραία, οι φίλοι μας βοηθάνε – η ζωή πως μας βοηθάει;

   Continue reading

το ἀγαθόν του Πλάτωνος και τα ξερά κρεμμύδια του Αθανασίου

η μαβρη εκκλησια (της Αποστολίας)

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

    Όταν σε κάποια φάση της ζωής μου, πριν πολλά χρόνια, συνειδητοποίησα ότι το εντονότερο χαρακτηριστικό της δυτικής Κυριαρχίας, τουτέστιν η ζωτικότερη προσδοκία και  επιδίωξη του δυτικού Κυρίου ήταν, είναι και θα είναι η αύξηση της διαθέσιμης ισχύος, περπατούσα και παραμιλούσα ψιθυρίζοντας ασταμάτητα ‘αύξηση της ισχύος, αύξηση της ισχύος, αύξηση της ισχύος. . . ‘  για να αναγκάσω τον εγκέφαλο να αποθηκεύσει αυτή τη συνειδητοποίηση τόσο έντονα ώστε να μπορώ να την ανασύρω με ευκολία ανά πάσα στιγμή.  Θεώρησα ότι αυτή η γνώση ήταν γόνιμη αφού πολύ σύντομα διεγέρθη το εξής ερώτημα: αύξηση, μεγέθυνση της ισχύος, πολύ ωραία, αλλά μέχρι ποιό σημείο;  Είναι δυνατόν η ισχύη να φτάσει σε τέτοιο σημείο που να μην μπορεί να μεγεθυνθεί περαιτέρω;  Στο ερώτημα αυτό απάντησα ως εξής: η απόλυτη ισχύη είναι η σωματική αθανασία. Επίσης γόνιμη επίγνωση. Διότι ευθύς αμέσως ένα νέο ερὠτημα προβάλλει στο προσκήνιο – σε ευχαριστώ, εγκέφαλἐ μου: είναι εφικτή η σωματική αθανασία;

     Έχουν διατυπωθεί δύο απόψεις: είναι εφικτή – δεν είναι εφικτή. Ύπάρχουν Κύριοι που διατείνονται ότι είναι εφικτή, άλλοι πως δεν είναι· υπάρχουν μαρξιστές που πιστεύουν πως είναι εφικτή, άλλοι πως δεν είναι. Εγώ υποστηρίζω  ότι η απόλυτη ισχύς, η σωματική αθανασία, δεν είναι εφικτή – να το επιχείρημά μου: η ζωή επινόησε τον θάνατο για να μην εξαλειφτεί· εάν εξαλείψουμε τον θάνατο, θα εξαλειφθεί η ζωή· μόνο ο νεκρός είναι αθάνατος.

     Πώς έφτασα σε αυτή την αλληλουχία κατανοήσεων, επιγνώσεων, διατύπωσης ερωτημάτων;  Έφτασα χωρίς να το πολυκαταλάβω με την μελέτη του Πλάτωνος.  Αλλά!  Υπάρχει ένα τεράστιο αλλά! Το θέμα δεν είναι να διαβάσεις τον Πλάτωνα αλλά πώς θα τον διαβάσεις. Δεν υπάρχει έτσι γενικά και αόριστα διάβασμα· εάν διαβάζουμε χωρίς να ψάχνουμε να βρούμε κάτι, δεν θα βρούμε τίποτα, χαμένος χρόνος το διάβασμα. Όταν λέω ότι όταν διαβάζω ψάχνω να βρω κάτι σημαίνει ότι το διαβάζω από κάποια σκοπιά.  Διάβασα λοιπὀν τον Πλάτωνα από μαρξιστική αναρχοκομμουνιστική σκοπιά.

 

Continue reading

μιτζί, νυχτέρι και mutualism

     φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

   το σημερινό σημείωμα το αφιερώνω στον Φιλίστορα

   Τον Σεπτέβριο του 1965 πήγα στη Δευτέρα· τη δασκάλα μου την έλεγαν Δήμητρα κι ήταν από τη Μυτιλήνη, το νησί. Μία από τις φίλες μου λέγεται Δήμητρα, γνωριστήκαμε στο αμφιθέατρο Παπαρρηγοπούλου, στη Φιλοσοφική της Σόλωνος, το 1978-9. Όσο για τη Μυτιλήνη, ντρέπομαι που έχω ζήσει μόνο εκεί, ένα εξάμηνο, κι όχι και στη Χίο, τη Σάμο, την Ικαρία, είναι ένας πόθος που ακόμα δεν έχει εκπληρωθεί κι έχει γίνει παράπονο.

    Πήγα στη Δευτέρα αλλά δεν είχα τετράδιο. Οι κότες δεν γεννούσαν, χειμώνας έρχεται γιατί να γεννήσουν, και δεν είχαμε 3 (τρία) αυγά να αγοράσω ένα τετράδιο. Με τα αυγά αγοράζαμε τα σπίρτα, το αλάτι και το φωτιστικό πετρέλαιο για τις λάμπες, τα μόνα προϊόντα που θυμάμαι ότι δεν ήταν δικά μας και από κάπου τα έφερναν αλλά δεν ήξερα από που –  μετά έμαθα.  Τις τελευταίες μέρες πριν αρχίσω το σχολείο, ξύπναγα και πήγαινα στο κοτέτσι αλλά αυγά δεν έβρισκα. Τη λύση τη βρήκε ο παππούς μου ο σοφός: μου είπε να σβήσουμε από το τετράδιο της Πρώτης ό,τι ήταν γραμμένο, δέχτηκα, και βρήκε τη δασκάλα και της είπε να μην μου βάζει βαθμό και υπογραφή με το στιλό αλλά με το μολύβι για να μπορέσουμε να τα ξανασβήσουμε. Ξἐρω, ξέρω, δεν θα με πιστέψετε, όπως  δεν με πίστεψε και η παρέα ένα βράδυ στην Αθήνα όταν έκανα το λάθος να αφηγηθώ πως πλέναμε τα σεντόνια και τα παπλώματα και τα βαρειά χειμωνιάτικα ρούχα. Μια μέρα του καλοκαιριού, κάθε οικογένεια φὀρτωνε τον ρουχισμό στα βοήλατα κάρα, παίρναμε το φαϊ μας, όχι νερό,  και πηγαίναμε στο ποτάμι, δεν θα ξεχάσω το κομβόι των κάρων που κινούνταν πολύ πιο αργά από μας, πηγαίναμε δεν πηγαίναμε σχολείο, δεν θα ξεχάσω τις γυναίκες να πλένουν με ασπρόχωμα και στάχτη στις όχθες του ποταμού, σε κάποιον κόλπο, τα ρούχα πάνω στα παραπέτια των κάρων να μουλιάζουν,  κι εμένα πάνω σε ένα παραπέτι να βγαίνει αργά από τον κόλπο και να με παρασέρνει το ρεύμα, καθόλου ορμητικό το καλοκαίρι, να ακούω τις κραυγές τις μάνας μου και τα παλικάρια που κολύμπησαν να με φέρουν στην όχθη κάτω από τις λεύκες.  

    ‘ Ο αφηγητής ‘ , γράφει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ‘ είναι ο άνθρωπος που θα μπορούσε ν’  αφήσει το φυτίλι της ζωής του να καεί εντελώς στις ήρεμες φλόγες της  αφήγήσής του ‘ .   Με τον καπιταλισμό, ο αφηγητής πεθαίνει, μας λέει ο Μπένγιαμιν· τί να αφηγηθείς εάν έχεις περάσει την παιδική σου ηλικία σε μπαλκόνι φάρδους 1,20 εκ., στην παιδική χαρά και στην τηλεόραση; ΄ Το χάρισμά του (του αφηγητή) ‘ , γράφει ο  Μπένγιαμιν, ‘ είναι η ζωή του, η αξιοπρέπειά του να μπορεί να διηγείται ολόκληρη τη ζωή του ‘ . Το δυστύχημα είναι, όταν δεν με πιστεύουν, ότι εστιάζουν την προσοχή τους σε αυτά που λέω κι όχι στις χειρονομίες κατά τη διάρκεια της αφήγησης. Τώρα αφηγούμαι, γράφοντας, εργαζόμενος, κάνοντας κάτι με τα χέρια μου, έστω, χτυπάω γράμματα στο πληκτρολόγιο. Εάν ο εγκέφαλός μας είναι δημιούργημα των χεριών μας και η ψυχή μας των σχέσεων μας με τους άλλους,  οι χειρονομίες δεν μπορεί παρά να προέρχονται από αυτό που κάνουν τα χέρια μας και οι σχέσεις μας.  Αρκεί να μην είσαι τυφλός. Στη περίπτωση αυτή το μάτι δεν θα συγχρονίζεται με τον εγκέφαλο-ψυχή και τα χέρια. Αυτό είναι το βασικό ανθρωπολογικό επιχείρημα ότι ο Όμηρος δεν ήταν τυφλός – μόνο εάν με στήσουν στον τοίχο θα αλλάξω γνώμη.

   Πριν συνεχίσω, εάν δεν έχετε διαβάσει το πανέμορφο, το πεντάμορφο κείμενο το Μπένγιαμιν Ο αφηγητής (μετ. Ουρανία Νταρλαντάνη) μπορείτε να το βρείτε εδώ, στο τεύχος 11 :  www.Leviathan.gr

Continue reading

χἀριζα καρπούζια χτες

    ‘ Άκου να δεις τι έγινε. Με πήρε τηλέφωνο χτες ο Στουρνάρας  και μου λέει, Θανάση, σε παρακαλώ, στείλε μου ένα καρπούζι, από τα δικά σου, και του λέω, ρε συ, έλα να το  πάρεις, εγώ θα στο φέρω; Με το τρένο θα έρθεις, μόνος σου, με το νυχτερινό, των δώδεκα πάρα πέντε, να βρωμάνε όλα τα βαγόνια ξύδια και χασίσια, κλανίδια και ιδρώτα, να κάτσεις κοντά σε κάνα άνεργο οικοδόμο – τι λες, πάτερ, θα φτάσει ζωντανός στην Καστανούσσα; ‘

    Ο πάτερ (του πάτερ, τον πάτερ, οι πάτερ, η λέξη είναι άκλιτη στην ελληνική επαρχία), ο πρώτος που συνάντησα,  με δεκαεφτά καρπούζια στη καρότσα,  χαμογέλασε και πήρε το καρπούζι από τα χέρια μου. Ο γιος του δίπλα, ο Πέτρος, χαμογἐλασε κι αυτός – καλά, ο Πέτρος, δεκαπέντε χρονών, πάντα χαμογελάει, έχει είκοσι κατσίκια και θέλει να τα κάνει εκατό, δεν μπήκε ούτε ένα κατσίκι στο μποστάνι, να μην τον ευχαριστήσω; Είναι ξερικό, του λέω, τους έρριξα ένα κουβά νερό όταν τα φύτευα. Α, μου λέει, θα είναι καλό, και το κοίταγε λες και κρατούσε στα χέρια του κάνα υπερμέγεθες διαμάντι, μα την Παναγία τη Γλυκοφιλούσα. Άντε και του χρόνου, μου ευχήθηκε καθώς ανέβαινα στο τρακτεράκι, του χρόνου θα είσαι πιο οργανωμένος.

    Χαίρονται οι άνθρωποι, το βλέπεις στο βλέμμα τους, λάμπει το πρόσωπό τους,  όταν τους χαρίζεις κάτι, και μάλιστα τροφή, και χαίρονται όταν τους κάνεις να χαμογελάσουν και να γελάσουν. Τὀτε σε αγαπούν και θέλουν να σε βλέπουν. Ούτε να πεινάνε θέλουν οι άνθρωποι ούτε να κλαίνε, κακά τα ψέμματα. Για να γελάσουν όμως πρέπει να μιλήσεις, να τους πεις κάτι κι αυτό που θα το πεις πρέπει να είναι ένα ψέμα που εύκολα θα το αναγνωρίσουν.

Continue reading

θέλετε ή δεν θέλετε να αλλάξετε τη ζωή σας;

    φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

    το σημερινό σημείωμα το αφιερώνω στον φίλο/φίλη fthina epipla

    τον οποίο/οποία ευχαριστώ για τα καλά του λόγια και του/της απαντώ: δεν ασχολούμαι επαγγελματικά με το γράψιμο ενώ το σάιτ μου το έστησε ένας φίλος, αυθεντικός καλλιτέχνης στο στήσιμο εντύπων και ιστοσελίδων.

    Λένε ότι είμαστε απολύτως τίμιοι με τον εαυτό μας όταν την πέφτουμε να κοιμηθούμε, λίγο πριν μας πάρει ο ύπνος. Εκείνη την ώρα, εάν δεν έχουμε ρουφήξει τόση ποσότητα οινοπνεύματος (ή άλλου αναλγητικού/αναισθητικού ψυχότροπου) ώστε να έχουμε υποβιβαστεί στην κατάσταση του ψιλονεκρού εν ζωή, του νεκροζώντανου, εκείνη την ώρα σκεφτόμαστε είτε πως θα θέλαμε να ήταν η ζωή μας, οπότε δεν θέλουμε να ξημερώσει,  είτε τί έχουμε να κάνουμε την άλλη μέρα, οπότε περιμένουμε πώς και πώς να ξημερώσει· υπάρχει κι ένα τρἰτο ενδεχόμενο που βρίσκεται μεταξύ των δύο παραπάνω· αυτό το τρίτο ενδεχόμενο θα το ονόμαζα δίλημμα.

    Το δίλημμα είναι πηγή συμφορών. Είναι πηγή συμφορών διὀτι είναι κάτι που δεν το γνωρίζει ο εγκέφαλος. Εάν το δίλημμα παραταθεί, ο εγκέφαλος τα παίζει, και πολύ συχνά δίνει τη δική του λύση, με την αυτοεκμηδένιση του οργανισμού να είναι μία από αυτές  (καρκίνος). Ο εγκέφαλος προτιμά σαφέστατα το λάθος από το δίλημμα, δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα με το λάθος, γουσταρίζει – το λάθος είναι η πινακίδα που μας δείχνει τη σωστή κατεύθυνση.  Το δίλημμα δεν είναι προϋπόθεση ή συνθήκη λειτουργίας του εγκεφάλου, κατά κανένα τρόπο – ώστε λοιπόν υπάρχουν συνθήκες και προϋποθέσεις για να λειτουργεί ο εγκέφαλος. Ποιες είναι αυτές;

    Είναι η καθημερινή ενεργητική αλληλεπίδραση του ενός με τον άλλον. Αυτός είναι ο πρώτος, λογικά και χρονικά, και ο βασικός, χωρίς να είναι και ο μόνος, τρόπος  καλλιέργειας των δεξιοτήτων και ικανοτήτων του εγκεφάλου και της ψυχής, όταν με τον όρο ψυχή εννοούμε το σύνολο των αλληλεπιδράσεων – εγώ είμαι οι άλλοι, αυτή είναι η ψυχή, μια κοινωνική και ιστορική (προσωπική) σύνθεση, κατασκευή θα έλεγα. Continue reading

τί θα πει ο κόσμος;

φίλες κε φίλοι, καλή σας μέρα

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ζω στον κόσμο μου, χωρίς να διαρρηγνύω τους δεσμούς μου με την κοινωνία. Ισορροπία σχοινοβασίας. Όσο περνάνε τα χρόνια, το σχοινί γίνεται διάδρομος, λιγότερο  επικίνδυνος και ίσως λιγὀτερο γοητευτικός, περιπετειώδης, ελκυστικός. Ἐζησα όμως και κάποια χρόνια, κατά τα οποία αυτή η ισορροπία σχοινοβασίας ήταν μια ταλάντωση μεταξύ του κόσμου μου και της κοινωνίας, μεταξύ τρέλας και λογικής. Δεν θα βάλλω τη λέξη τρέλα σε εισαγωγικά, θα προτιμήσω να την διευκρινίσω κάπως· διευκρίνιση όμως χρειάζονται και οι έννοιες της λογικής και της κοινωνίας.

      Δεν κλείσαμε ακόμα μήνα στην Καστανούσα. Τα παιδιά δεν βλέπουν καθόλου τηλεόραση – στην Αλεξανδρούπολη το είχαν παραχέσει. Τα έβλεπα κολλημένα στο χαζοκούτι και μάτωνε η καρδιά μου. Χαίρομαι που τα παιδιά θα ζήσουν κάποια χρόνια σε χωριό. Χτες, ήρθαν από τη πλατεία αφού είχε νυχτώσει για τα καλά, ικανοποιημένα, πτώματα από την κούραση, σερνόντουσαν. Παίζουν, δεν βλέπουν τηλεόραση. Δεν κλείσαμε μήνα στην Καστανούσα και αρχίσαμε να τρώμε από τον λαχανόκηπο. Μερικά αγγούρια, βλήτα και γλιστρίδα, κολοκυθάκια, κρεμμυδάκια φρέσκα και μια πιπεριά! Κόβουμε μαϊντανό και μάραθο, μέντα και δυόσμο. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς λαχανόκηπο, μου είναι ανυπόφορο, παντελώς οδυνηρό. Περιμένω πως και πως να ξημερώσει για να πάω να σκάψω, να σκαλίσω, να φυτέψω, να ποτίσω. Η γυναίκα μου η Τασούλα είναι κι αυτή ευχαριστημένη, λιγότερο όμως κι από μένα και από τα παιδιά. Δεν έχει ζήσει ποτέ σε χωριό, γεννήθηκε στα Πετράλωνα, σε εργατογειτονιά, και αργότερα στη Δράμα, στις Σέρρες και στην Αλεξανδρούπολη. Ποιά είναι δυσφορία της;

     Νιώθει ασφυκτικά, νιώθει ένα βάρος, νιώθει την ασφυξία και το βάρος της επιτήτηρησης από τους κατοίκους του χωριού, νιώθει υπόλογος στο χωριό. Θα συνόψιζα το feeling της στην ερωτηματική πρόταση “τι θα πει ο κόσμος;” Η μομφή αυτή μου είναι πολύ γνωστή· την έχω ακούσει μυριάδες φορές από τη συχωρεμένη τη μάνα μου, την ακούω ακόμα και τώρα από τον ογδοηκοντούτη πατέρα μου. Ο οποίος με ήθελε καθηγητή, με κοστούμι, αυτοκίνητο και καλύ σύνταξη. Ή στρατιωτικό, τελειόφοιτο της Σχολής Ευελπίδων. Αντ’ αυτών, εγκατέλειψα το Πανεπιστήμιο, παράτησα γυναίκα και παιδί, πήρα τρελόχαρτο, δεν θα πάρω σύνταξη, δεν έχω αυτοκίνητο, είμαι χασικλής – είμαι στα μάτια του η προσωποποίηση της αποτυχίας. 

    Με ρωτάει η Τασούλα: Εσένα δεν σε απασχολεί τί θα πει ο κόσμος; Καλή μου Τασούλα, πότε με απασχόλησε το τι θα πει ο κόσμος; Θα πηγαίνεις στην πλατεία να πίνεις τσίπουρο ξυπόλητος; Θα γίνω ρεζίλι! Και της χαρίζω την απάντηση που χάριζα και χαρίζω στους γονείς μου:

δεν θα κάνω εγώ ό,τι κάνει το χωριό, θα κάνει το χωριό ό,τι κάνω εγώ!

Continue reading