Στο πρώτο και δεύτερο κεφάλαιο διαπιστώσαμε ότι οι ινδοευρωπαϊκοί λαοί, αναγκασμένοι να πολεμούν συνεχώς εξ αιτίας των αδιεξόδων του (νομαδικού) ποιμενικού τρόπου παραγωγής, διαμόρφωσαν την αντίληψη ότι η επιβίωση και η νίκη είναι απόρροια της διείσδυσης στο σώμα και στο χώρο του αντιπάλου, ότι ο πόνος που προκαλείται από τη διείσδυση είναι η ασφαλέστερη ένδειξη της επιβολής της κυριαρχίας.
Επισημάναμε επίσης ότι η (ινδο)ευρωπαϊκή πατριαρχία, η κυριαρχία του άνδρα πάνω στη γυναίκα, εμφανίστηκε στους νομαδικοποιμενικούς κοινωνικούς σχηματισμούς όταν έληξε η ειρηνική φάση επέκτασης και ξέσπασε ανάμεσα στα ποιμενικά γένη ο εξοντωτικός πόλεμος που διατηρήθηκε ως ένα από τα εντονότερα χαρακτηριστικά του ποιμενικού πολιτισμού. Στους αδελφοκτόνους αυτούς πολέμους νικούσε το γένος που υπερείχε αριθμητικά. Η εξασφάλιση μεγάλου αριθμού πολεμιστών μπορούσε να επιτευχθεί είτε με σύναψη συμμαχιών είτε με την αιχμαλώτιση των γυναικών των ηττημένων οι οποίες υποβιβάζονταν στη κατάσταση του θηλυκού ζώου αναπαραγωγής Σε αυτή τη πρακτική βρίσκονται οι ρίζες της ποιμενικής (ινδοευρωπαϊκής, τουρκοαλταϊκής, αραβικής, μογγολικής) πατριαρχικής πολυγυνίας. Οι κατσίκες και οι προβατίνες γεννούσαν ζώα που εξασφάλιζαν τη τροφή, οι γυναίκες τους πολεμιστές που θα εξόντωναν το γειτονικό γένος. Ο δυτικός άνδρας, εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια, δεν έπαυσε ποτέ να βλέπει τη γυναίκα αφενός ως μέσο παραγωγής πολεμιστών και αφετέρου ως εκτρεφόμενο θηλυκό ζώο, όπως φαίνεται στις πατροπαράδοτες βρισιές και εκφράσεις που διασώζει και εκστομίζει όποια γλώσσα κι αν μιλάει: bitch, dumm Kuh, κατσίκα, σκρόφα (γουρούνα). Εάν στα γαλλικά θέλετε να πείτε “νυμφεύομαι έγκυο γυναίκα” θα πείτε “Je prendre la vache et la veau“ (παίρνω την αγελάδα και το μοσχαράκι). Θα μαθαίναμε πάρα πολλά για το ζήτημα αυτό εάν διενεργούσαμε μια συλλογική συγκριτική μελέτη που θα έπαιρνε υπόψη της όλες τις (ινδο)ευρωπαϊκές γλώσσες, νεκρές και ζωντανές.