φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
ΤΡΙΤΟ σημείωμα σήμερα επί του ιδίου θέματος· εάν έχετε παραξενευτεί με τη συνέπειά μου, ομολογώ ότι δεν ξέρω εάν θα σταματήσω στο εικοστό ή στο τριακοστό σημείωμα· διαβάζετε τα κεφάλαια ενός μικρού βιβλίου που γράφω και που εσείς πρώτοι και πρώτες διαβάζετε, σε παγκόσμια αποκλειστικότητα. Θα αρχίσω με κάτι που μου συνέβη όταν ήμουν παιδί, κάτι που με έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση.
ΠΑΙΖΑΜΕ στις αυλές των σπιτιών κι όταν νύχτωνε, τρώγαμε στο σπίτι που έτυχε να παίζουμε. Έχω φάει σε πολλά σπίτια γιατί στις αγροτικές κοινότητες τα παιδιά των άλλων είναι και δικά μου παιδιά – αφού τρώνε τα δικά μου, θα φάνε και τα άλλα. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι υπήρχαν μανάδες που μας γέμιζαν πάρα πολύ τα πιάτα κι άλλες που μας έβαζαν λίγο. Είχα συνειδητοποιήσει ακόμα ότι τις μανάδες που μας έβαζαν πολύ, δεν τις πολυσυμπαθούσα, ενώ αυτές που μου έβαζαν λίγο, μου ήταν πολύ συμπαθείς. Μα γιατί; Γιατί να μου βάζουν τόσο πολύ φαΐ και να μην τις συμπαθώ; Το μυστήριο δεν άργησε να λυθεί. Όσο πιο πολύ φαΐ μου έβαζαν, τόσο λιγότερο έτρωγα· όσο λιγότερο μου έβαζαν, τόσο πιο πολύ έτρωγα.
ΚΙ άρχισα να σκέφτομαι: μήπως μου έβαζαν πολύ φαΐ για να μην τρώω πολύ (από το φαΐ τους); Μήπως μου έβαζαν λίγο για να φάω πολύ;