τέταρτο μάθημα αρχαίων ελληνικών: ο φονēF (φονεύς), του φονῆFος (φονέως)

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

 

ΣΗΜΕΡΑ θα ασχοληθούμε με την κλίση των ουσιαστικών που λήγουν σε-εύς στην ονομαστική, σε -έως της γενική. Ο φονεύς, του φονέως· ο τομεύς, του τομέως· ο βασιλεύς, του βασιλέως. Είναι πάρα πολλά και είναι αρχαιότατα, αφού τα διαβάζουμε πολύ συχνά και στα κρατικά αρχεία των μυκηναϊκών διοικητικών κέντρων, γραμμένα πάνω στις πήλινες πινακίδες (Γραμμική Γραφή Β΄), τις οποίες έψησε η φωτιά που έκαψε τα ανάκτορα, και έτσι σώθηκαν, γύρω στα 1200 π.Χ.

ΠΡΙΝ όμως ασχοληθούμε με την κλίση αυτών των ουσιαστικών, θα ήταν πολύ κατατοπιστικό να πούμε μερικά πράγματα για την κλίση γενικά. Τα αρχαία ελληνικά ήταν μια κλιτική γλώσσα, όπως είναι και τα νέα ελληνικά. Όταν λέμε κλίση εννοούμε ότι μια λέξη σχηματίζει κάποιους τύπους, ο κάθε ένας από τους οποίους έχει μια διαφορετική σημασία. Ο φονεύς δηλώνει τον ένα φονιά, οι φονείς, ονομαστική πληθυντικού, δηλώνει τους πολλούς φονιάδες. Δεν έχει όμως μόνο μια σημασία ο κάθε τύπος αλλά δηλώνει και μια συντακτική θέση. Ο φονεύς ή οι φονεῖς, ονομαστική, δεν μπορεί παρά να είναι το υποκείμενο ενός ρήματος αλλά η λέξη τον φονέα, αιτιατική ενικού, δεν μπορεί παρά να είναι ή αντικείμενο ρήματος (ή απαρεμφάτου) ή υποκείμενο απαρεμφάτου, όταν δεν είναι το ίδιο υποκείμενο με αυτό  ρήματος. Ο φονεύς είδε. Είδον τον φονέα. Είδον τον φονέα εις φυγήν τραπέσθαι, Τον φονέα, υποκείμενο στο απαρέμφατο τραπέσθαι, είδον εγώ.

ΟΙ λέξεις που κλίνονται είναι τα ονόματα και τα ρήματα. Τα ονόματα διακρίνονται σε ουσιαστικά και επίθετα. Έχουμε και τα αριθμητικά και τις αντωνυμίες αλλά αυτά κλίνονται κυρίως ως επίθετα. Έχουμε λοιπόν την ονοματική κλίση και την ρηματική κλίση. Η κλίση προήλθε από την συνένωση, από τη σύνδεση αυτόνομων λέξεων που έχασαν την αυτονομία τους. Το ρήμα φημί προήλθε από τη φράση *φη  *μι , λέω, υποστηρίζω, διατείνομαι (φη [φήμη!]) – εγώ (μι). Το ρήμα λοιπόν ήταν φράση που ενώθηκε σε μία λέξη, και το φη και το μι έχασαν την αυτονομία τους. Το ίδιο έγινε και με τα ονόματα, τα οποία κι αυτά ήταν φράσεις, ονοματικές φράσεις. Η λέξη ρήτωρ προήλθε από τη σύνδεση των αυτόνομων λέξεων, μορφημάτων *ρη και τορ (στην ονομαστική έγινε τωρ, και μια άλλη μέρα θα δούμε γιατί), όπου το ρη σημαίνει ομιλία, ομιλώ (ρήση, ρητός!) και το τορ αυτόν που ενεργεί αλλά όχι συχνά. Εάν θέλουμε να δηλώσουμε κάποιον που μιλάει συχνά δημοσίως τότε θα πούμε ρητήρ ( παρομοίως και σώτωρ και σωτήρ – ο σώτωρ είναι αυτός που μας έσωσε μια φορά, ο σωτήρ είναι αυτός που μας σώζει συχνά) Η λέξη ρήτορες προήλθε από τη φράση *ρη *τορ *ες, όπου το ες δηλώνει πλήθος έμψυχων όντων.  Να θυμόμαστε ότι η κλίση, οι κλιτικοί τύποι προήλθαν από την συνένωση είτε ρηματικής είτε ονοματικής φράσης, που έγινε λέξη, ιδιαίτερος τύπος.

Continue reading